Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

κατὰ+κράτος

  • 1 Force

    subs.
    Compulsion: P. and V. βία, ἡ, νάγκη, ἡ.
    Motion: P. φορά, ἡ.
    Rush: Ar. and P.υμή, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Violence: P. and V. βία, ἡ, ἰσχύς, ἡ, V. τὸ καρτερόν.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχύς, ἡ. ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Military force: P. δύναμις, ἡ, παρασκευή, ἡ; see Army.
    Be present in force: P. πλήθει παρεῖναι (Thuc. 8, 22).
    In full force: P. πανδημεί, πανστρατίᾳ, παντὶ σθένει, V. πολλῇ χειρί, σὺν πολλῇ χερί.
    Meaning: P. and V. δναμις, ἡ, P. διάνοια, ἡ, βούλησις, ἡ.
    Force of character: P. φύσεως ἰσχύς. ἡ (Thuc. 1, 138).
    Force of circumstances: ἀνάγκη τῶν πραγμάτων (Andoc. 28).
    The same principles you laid down when you brought Timarchus to trial surely may be put into force by others against you: P. ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια ὅτε Τίμαρχον ἔκρινες, ταὐτὰ δήπου ταῦτα καὶ κατὰ σοῦ προσήκει τοῖς ἄλλοις ἰσχύειν (Dem. 416).
    The force of this argument you can understand from the following: P. τοῦτο ὅσον δύναται, γνοῖτʼ ἂν ἐκ τωνδί (Dem. 524).
    By force: P. and V. βίᾳ, βιαίως, πρὸς βίαν, νάγκῃ, ἐξ νάγκης, V. ἐκ βίας, κατʼ ἰσχύν, σθένει, πρὸς τὸ καρτερόν, πρὸς ἰσχύος κρτος.
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    In force (of laws, etc.); use adj., P. and V. κύριος.
    Put in force, exercise, v.: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Be in force: P. and V. ἰσχύειν.
    Use force: P. and V. βιάζεσθαι (absol.).
    With all one's force, by might and main: P. κατὰ κράτος, Ar. κατ τὸ καρτερόν.
    ——————
    v. trans.
    Compel: P. and V. ναγκάζειν, ἐπαναγκάζειν, καταναγκάζειν, βιάζεσθαι, Ar. and P. προσαναγκάζειν, P. καταβιάζεσθαι, Ar. and V. ἐξαναγκάζειν, V. διαβιάζεσθαι.
    Force ( an entrance): P. βιάζεσθαι (acc.) (Thuc. 4, 9).
    Force one's way: P. βιάζεσθαι (absol.).
    Force one's way in: Ar. and P. εἰσβιάζεσθαι.
    Force one's way out: P. βιάζεσθαι εἰς τὰ ἔξω.
    Force back: see Repulse.
    Force open: see Prise.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Force

  • 2 Might

    v. intrans.
    Be able: P. and V. δύνασθαι, ἔχειν; see Able.
    As a mild form of command: use V. ν (with optative).
    Might have: see may have, under May.
    As might well have been, as is probable: P. and V. ὡς εἰκός.
    You might have, it was open to you: P. and V. ἐξῆν σοι (infin.), παρῆν σοι (infin.), παρεῖχέ σοι (infin.); see under Open.
    But for so and so the Phocians might have been saved: P. εἰ μὴ διὰ τὸ καὶ τὸ ἐσώθησαν ἂν οἱ Φωκεῖς (Dem. 364).
    ——————
    subs.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.); see Strength.
    Power, authority: P. and V. κρτος, τό. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ἐξουσία, ἡ. V. σθένος, τό.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό.
    With might and main: P. κατὰ κράτος, παντὶ σθένει. Ar. κατ τὸ καρτερόν; see Vigorously.
    Might, as opposed to right: P. and V. βία, ἡ, ἰσχς, ἡ, τὸ καρτερόν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Might

  • 3 Storm

    subs.
    P. and V. χειμών, ὁ, Ar. and V. θύελλα, ἡ, τυφώς, ὁ, V. χεῖμα, τό, σκηπτός, ὁ.
    Storm of rain: P. χειμὼν νοτερός; see Shower.
    Storm of wind: P. πολὺς ἄνεμος, ὁ, Ar. and P. πρηστήρ, ὁ (Xen.), V. φυσήματα, τά.
    For reference to storms, see Soph., Ant. 417-421; Thuc. 3, 22.
    met., P. and V. σκηπτός, ὁ, V. χειμών, ὁ.
    Storm ( of troubles): use P. and V. πέλαγος, τό (Plat.), τρικυμία, ἡ (Plat.), V. κλύδων, ὁ.
    Storm of weapons: V. νιφς, ἡ; see Shower.
    Coming forward amid a storm of protest and remonstrance: P. παρελθὼν πρὸς πολλὴν ἀντιλογίαν καὶ σχετλιασμόν (Thuc. 8, 53).
    Be caught in a storm, v.: lit. and met., P. and V. χειμάζεσθαι.
    When the god raises a storm: V. θεοῦ χειμάζοντος (Soph., O. C. 1503).
    Take by storm: P. βίᾳ αἱρεῖν, κατὰ κράτος αἱρεῖν.
    ——————
    v. intrans.
    Rage, be angry: P. and V. ὀργίζεσθαι, θυμοῦσθαι; see under Angry.
    Be mad: P. and V. λυσσᾶν (Plat.), οἰστρᾶν (Plat.), βακχεύειν (Plat.); see under mad.
    Storm against, attack with words, met.: P. and V. ἐπιπλήσσειν, P. καθάπτεσθαι (gen.); see Accuse.
    v. trans. Attack: P. and V. προσβάλλειν (dat.); see Attack.
    Take by storm: P. κατὰ κράτος αἱρεῖν, βίᾳ αἱρεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Storm

  • 4 голова

    -ы, αιτ. голову, πλθ. головы, -лов, -ам θ.
    1. κεφάλι, -ή•

    голова болит το κεφάλι πονά•

    повернуть -у στρέφω το κεφάλι•

    лысая φαλακρό κεφάλι•

    отрубить преступнику -у κόβω το κεφάλι του εγκληματία.

    2. μτφ. νους, διάνοια, μυαλό, πνεύμα•

    светлая голова φωτεινό μυαλό•

    пустая голова κούφιο κεφάλι (κουφιοκέφαλος, φυρόμυαλος)•

    замечательная голова μεγαλόνους, εξαιρετικός νους, αξιόλογο πνεύμα•

    быть (человеком) с -ой είμαι άνθρωπος υαλωμένος•’ сумасбродная голова μισότρελλος, ημιπαράφρονας.

    3. α. κ. θ. καθοδηγητής, αρχηγός, ιθύνων•

    он им голова αυτός είναι αρχηγός τους•

    городской (παλ,) δήμαρχος.

    4. κεφαλή φάλαγγας.
    5. κομμάτι, τεμάχιο (σαν μονάδα μέτρησης)•

    сто -лов скота εκατό κεφάλια ζώα•

    голова сыра κεφάλι τυριού.

    εκφρ.
    без -ы – ανόητος, κουτός•
    с -ой – μυαλωμένος, έξυπνος, νοητικός•
    в -ах – στο κεφαλάρι του κρεβατιού•
    обрушиться на -у чью – επιτίθεμαι κατά τίνος•
    с -ы – από τον καθένα, από το κάθε άτομο•
    через -у чью – εν αγνοία κάποιου, κρυφά από κάποιον•
    закружилось в -е – ζαλίστηκα•
    голова кружится – ζαλίζομαι μου έρχεται ζαλάδα•
    вешать (повесить) -у – κρεμώ, κατεβάζω το κεφάλι (από θλίψη κλπ.), αποθαρρύνομαι•
    вымыть (намылить) кому -у – τιμωρώ αυστηρά, τσεκουριάζω κάποιον•
    сложить -у – φονεύομαι, πέφτω, χάνομαι•
    не сносить -у – δεν φέρω το κεφάλι (πληρώνω με το κεφάλι, με τη ζωή)•
    выдать -ой – παραδίνω για εξόντωση,προδίνω•
    выдать себя с -ой – εκμυστηρεύομαι (λάθος, ενοχή)•
    заплатить -ой – πληρώνω με το κεφάλι (με τή ζωή)•
    отвечать ή ручаться -ой – εγγυώμαι με το κεφάλι, κόβω το κεφάλι μου, να μη ζήσω•
    вбить ή вколотить себе в -у – εμφυσώ, εμπνέω στον εαυτό μου, ριζώνω (πεποιθήσεις κ.τ.τ.)• выбрасить ή выкинуть из головы αποβάλλω, βγάζω από το μυαλό (λησμονώ)•
    выйти ή вылететь, выскочить из -ы – διαφεύγω του νου (δε θυμάμαι, ξεχνώ)•
    не выходить ή не идти из -ы – δε μου βγαίνει από το μυαλό, το νου (θυμάμαι συνεχώς)•
    в первую -у – στην πρώτη σειρά, πριν απ όλα•
    - у давать на отсечение – κόβω το κεφάλι μου ζεγγυώμαι απόλυτα)•
    есть голова на плечах – το ‘χω το κεφάλι μου (το νου, τα λογικά μου)•
    быть на -у выше кого; быть -ой выше кого – κατά πολύ υπερέχω από κάποιον•
    на свою -у – προς βλάβην του εαυτού μου (του κ.τ.τ.), κακό του κεφαλιού του (μου κ.τ.τ.) θα κάμει, κάμω κ.τ.τ.
    с -ой погрузиться ή окунуться – ρίχνομαι με τα μούτρα (αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά)•
    с• больной -ы на здоровую – τα ρίχνω η τα φορτώνω στον άλλον (που είναι αθώος)•
    с (ή от) -ы до пят – από το κεφάλι ως τα πόδια ή ως τα νύχια•
    сам себе голова – είμαι (ει,ναι κλπ.) αυτεξούσιος, αυτοκέφαλος•
    хотя ты здесь, а голова там – αλλού έχεις το νου σου ή αν και παρών, αποδημείς•
    ходить на -е – ατακτώ, θορυβώ, κάνω ο,τι θέλω (συνήθως για παιδιά)•
    на свежую -у – με ξεκούραστο κεφάλι, με ξεσκοτουριασμένο το μυαλό•
    поднимать -у – σηκώνω κεφάλι (παίρνω θάρρος, απειθαρχω, αυθαδιάζω)•
    разбить на -у – κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος•
    у меня этого даже и в -е не было – ούτε καν το σκέφτηκα ή ούτε καν μου πέρασε από το νου•
    мне пришла мысль в -у – μου ήρθε (κατέβηκε) η σκέψη•
    адамова голова – α) νεκροκεφαλή, β) είδος νυχτερινής πεταλούδας•
    снять -у с кого – κάνω κάποιον να κρεμάσει το κεφάλι (ταπεινώνω).

    Большой русско-греческий словарь > голова

  • 5 разгромить

    -млю, -мишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разгромленный, βρ: -лен, -а, -о κ. разгромленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. (κατα)συντρίβω, τσακίζω, νικώ κατά κράτος• πατάσσω.
    2. καταστρέφω• ερειπώνω• ερημώνω•

    -город καταστρέφω την πόλη•

    разгромить страну ερημώνω τη χώρα.

    Большой русско-греческий словарь > разгромить

  • 6 Amain

    adv.
    P. κατὰ κράτος, παντὶ σθένει, Ar. κατὰ τὸ καρτερόν; see Vigorously.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amain

  • 7 прах

    прах
    м (останки) τό λείψανο/ ἡ τέφρα, ἡ στάχτη, ἡ σποδός (после кремации):
    у́рна с \прахом ἡ τεφροδόχη· здесь покоится \прах... ἐνθάδε κείται...· мир \праху твоему! γαΐαν ἐχοις ἐλαφράν!· ◊ все пошло́ \прахом ὅλα πήγανε κατ' ἀνεμου· отряхнуть \прах с ног τινάζω τήν σκόνη ἀπ' τά πόδια μου· разбить (врага) в пух и \прах νικώ (τόν ἐχθρόν) κατά κράτος.

    Русско-новогреческий словарь > прах

  • 8 громить

    -млго, -мишь
    ρ.δ.μ.
    γκρεμίζω, καταστρέφω, χαλνώ, κατεδαφίζω. || κατασυντρίβω, κατανικώ, νικώ κατά κράτος• κατατροπώνω. || μτφ. κατακεραυνώνω.

    Большой русско-греческий словарь > громить

  • 9 наголову

    επίρ.
    ολοσχερώς, κατά κράτος,ολοκληρωτικά•

    разбить наголову συντρίβω ολοσχερώς.

    Большой русско-греческий словарь > наголову

  • 10 разбить

    разобью, разобьшь, προστκ. разбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разбитый, βρ: -бит, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    разбить камень σπάζω πέτρα•

    разбить тарелку σπάζω πιάτο•

    в дребезги θρυμματίζω, κάνω κομμάτια.

    || μτφ. προξενώ μεγάλο άλγος•

    разбить сердце, душу συντρίβω την καρδιά, την ψυχή.

    || μτφ. χαλνώ, χαντακώνω, καταστρέφω.
    2. χτυπώ δυνατά•

    разбить голову σπάζω το κεφάλι•

    разбить нос в кровь χτυπώ δυνατά στη μύτη μέχρι αίμα.

    3. χαλνώ, αχρηστεύω. || κουνώ, τραντάζω.
    4. νικώ κατά κράτος, κατανικώ, συντρίβω. || καταπολεμώ, ανατρέπω (για επιχειρήματα, γνώμες κ.τ.τ.).
    5. χωρίζω, διαμελίζω• κατατεμαχίζω, κατατέμνω, κατακομματ ιάζω. || κατανέμω, διαμοιράζω, χωρίζω• διανέμω•

    нас -ли на четыре отряда μας κατένειμαν σε τέσσερα τμήματα.

    || αλλάζω, κάνω ψιλά, λιανά, -νώματα• χαλνώ•

    -ейте мне десять рублей αλλάξτε μου δεηα ρούβλια.

    || χωρίζω, διαζευγνύω (αντρόγυνο κ.τ.τ.).
    6. χαράσσω, σχεδιάζω, οροθετώ, βάζω όρια, σημάδια (για δρόμο, φύτευση κ.τ.τ.).
    7. στήνω, εγκατασταινω• μπήγω (για αντίσκηνα, κατασκήνωση κ.τ.τ.).
    8. χωρίζω με διαστήματα.
    9. χτυπώ, πλατύνω, σφυρηλατώ, σφυροκοπώ.
    10. (ιατρ.) προσβάλλω•

    отец был разбит парали-цом ο πατέρας έπαθε παράλυση.

    1. θραύομαι, σπάζω, τσακίζομαι• θλώμαι•

    стакан упал и разбился το ποτήρι έπεσε και έσπασε•

    разбить в дребезги καταθρυμματιζομαι, γίνομαι θρύψαλα, συντρίβομαι.

    2. μτφ. καταστρέφομαι•

    жизнь -лась η ζωή έγινα συντρίμμια.

    3. χτυπώ δυνατά, καταχτυπιέμαι•

    упал с лошади и -лся έπεσε από το άλογο και καταχτυπήθηκε.

    4. χαλνώ, αχρηστεύομαι, ζεχαρβαλιάζω (από τα τραντάγματα)•

    телега в дороге -лась το αμάξι ζεχαρβάλιασε στο δρόμο.

    5. χωρίζομαι, διαμοιράζομαι, κατανέμομαι, κομματιάζομαι. || χωρίζω, διαζευγνύομαι• παίρνω διαζύγιο.

    Большой русско-греческий словарь > разбить

  • 11 сухой

    επ., βρ: сух, -а, -о; суше.
    1. ξηρός• στεγνός•

    -йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•

    сухой порох στεγνή μπαρούτη•

    сухой хлеб ξηρό ψωμί•

    -йе глаза άκλαυτα μάτια•

    ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•

    -ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•

    -ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•

    сухой кашель ξερόβηχας•

    плеврит ξηρή πλευρίτιδα•

    -йе волосы στεγνά μαλλιά.

    2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•

    -ая малина ξηραμένα σμέουρα•

    -йе фрукты ξηραμένα φρούτα•

    -ие овощи ξηραμένα λαχανικά•

    -ое молоко γαλακτόσκονη.

    3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•

    сухие ноги τα κανιά•

    -ая рука ξερακιανό χέρι.

    4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.
    5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.
    6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•

    сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).

    εκφρ.
    - ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•
    сухой лд – ξηρός πάγος•
    - ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•
    сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•
    - им путм – δια ξηράς (μετάβαση).

    Большой русско-греческий словарь > сухой

  • 12 Arms

    subs.
    P. and V. ὅπλα, τά, V. τεύχη, τά; see also War.
    Arms stripped from the dead: P. and V. σκῦλα, τά (sing. also in V.), σκυλεύματα, τά, V. λφυρα, τά; see Strip.
    Bear arms against, v.: P. ὅπλα ἐπιφέρειν (dat.).
    By force of arms: P. κατὰ κράτος.
    By violence: P. and V. βίᾳ.
    Carry arms, v.: P. σιδηροφορεῖν, or mid.
    Take up arms, v.: P. and V. πόλεμον αἴρεσθαι.
    Under arms: P. and V. ἐν ὅπλοις, P. σὺν ὅπλοις, V. ἐφʼ ὅπλοις.
    Wearing similar arms, adj.: P. ὁμόσκευος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Arms

  • 13 Fiercely

    adv.
    P. and V. πικρῶς, P. ὠμῶς, σκληρῶς, σχετλίως, Ar. and P. χαλεπῶς.
    Pitilessly: P. ἀπαραιτήτως, V. νηλεῶς.
    Stubbornly: P. ἰσχυρῶς.
    With might and main: P. κατὰ κράτος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fiercely

  • 14 Rush

    subs.
    P. and V. ὁρμή, ἡ, Ar. and P.μη, ἡ, V.ιπή, ἡ.
    Run: P. and V. δρόμος, ὁ, V. δρμημα, τό.
    Inroad: P. ἐπιδρομή, ἡ.
    With a rush: P. and V. δρόμῳ.
    Sally: P. ἐκδρομή, ἡ; see Sally.
    Impetuosity: P. and V. προθυμία, ἡ, σπουδή, ἡ.
    Reed: Ar. and P. κλαμος, ὁ, Ar. and V. δόναξ, ὁ (Æsch., Pers. 494), Ar. σχοῖνος, ὁ or ἡ.
    A bed of rushes: Ar. στιβὰς σχοίνων (Pl. 541).
    Made of rushes, adj.: Ar. and V. σχοίνινος.
    ——————
    v. trans.
    Carry headlong: P. and V. ἐξγειν, προγειν.
    Rush ( a position): P. κατὰ κράτος αἱρεῖν.
    V. intrans. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, εσθαι (rare P.), φέρεσθαι, Ar. and V. ᾄσσειν (rare P.), ἐπᾴσσειν (also Plat. but rare P.), ὄρνυσθαι, V. ἐφορμαίνειν, ἀΐσσειν, ὀρούειν, θοάζειν, συθῆναι ( 1st aor. pass. of σεύειν); see Hasten, Run.
    Rush headlong to one's doom: V. εἰς θνατον ἐκνεύειν (Eur., Phoen. 1268).
    Rush across: Ar. and V. διᾴσσειν (absol. or gen.).
    Rush away: V. πᾴσσειν, Ar. ἐκσπεύδειν.
    Rush down: Ar. and P. κατατρέχειν, P. καταθεῖν.
    Swoop: V. καταιγίζειν, P. and V. κατασκήπτειν (rare P.); see Swoop.
    Rush forth: P. and V. ἐξορμᾶσθαι, ἐκπίπτειν, Ar. ἐξᾴσσειν.
    Rush forward, rush up: Ar. and P. προστρέχειν.
    Rush in: Ar. and P. εἰστρέχειν, εἰσπηδᾶν, P. and V. εἰσπίπτειν, V. εἰσπαίειν; see burst in.
    Rush into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, acc. V. dat. alone), V. εἰσορμᾶσθαι (acc.), ἐπεισπίπτειν (acc. or dat.) (also Xen. but rare P.), Ar. and P. εἰσπηδᾶν (εἰς, acc.); see dash into.
    Rush out: see rush forth.
    Rush to: P. προσπηδᾶν πρός (acc.).
    Rush up: Ar. and P. προστρέχειν.
    Rush upon: see Attack.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rush

  • 15 молокопоставка

    θ.
    η κατά το πλάνο παράδοση γάλατος στο κράτος.

    Большой русско-греческий словарь > молокопоставка

  • 16 Power

    subs.
    Capacity: P. and V. δύναμις, ἡ.
    Strength: P. and V. δύναμις, ἡ, ἰσχς, ἡ, ῥώμη, ἡ, V. σθένος, τό, ἀλκή, ἡ, μένος, τό (also Plat. but rare P.).
    Greatness: P. and V. μέγεθος, τό.
    Rule: P. and V. ἀρχή, ἡ, κρτος, τό, δυναστεία, ἡ.
    Authority: P. and V. ἐξουσία, ἡ, κῦρος, τό.
    Power ( of drugs): V. δύνασις, ἡ, ἰσχς, ἡ.
    The powers that be: P. and V. οἱ δυνμενοι.
    In the power of, prep.: P. and V. ἐπ (dat.).
    In ( any one's) power: use adj., P. and V. ποχείριος, V. χείριος.
    Those in power, in office: P. and V. οἱ ἐν τέλει.
    Possessed of full powers (of generals, ambassadors, etc.), adj.: Ar. and P. αὐτοκρτωρ.
    As far as lies in my power: P. κατὰ δύναμιν.
    As far as lay in their power you have been placed in serious danger: P. τὸ ἐπὶ τούτοις εἶναι ἐν τοῖς δεινοτάτοις κινδύνοις καθεστήκατε (Thuc.).
    Get a person into one's power: P. and V. ποχείριον λαμβνειν, (acc.), V. χείριον λαμβνειν (acc.), P. ὑφʼ ἑαυτῷ ποιεῖσθαι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Power

  • 17 Shade

    subs.
    P. and V. σκιά, ἡ.
    Darkness, gloom: P. and V. σκότος, ὁ or τό, see Darkness.
    Covering: P. στέγασμα, τό.
    Phantom: P. and V. φάσμα, τό, εἴδωλον, τό, εἰκών, ἡ. φάντασμα, τό, V. σκιά, ἡ, ὄψις, ἡ, δόκησις, ἡ.
    The shades, the under-world: P. and V. οἱ κτω, οἱ κτωθεν, V. οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατ χθονός; see Dead.
    The land of shades: P. and V. ᾍδης, ὁ.
    In the shade, adj.: P. ἐπίσκιος, V. κατάσκιος; see Shady.
    Throw into the shade, eclipse, v.: met., P. and V. περφέρειν (gen.), προὔχειν (gen.); see surpass.
    Bring down, humble: P. and V. καθαιρεῖν.
    ——————
    v. trans.
    Overshadow: P. and V. συσκιάζειν, P. ἐπισκοτεῖν (dat.), V. σκιάζειν, σκοτοῦν (pass. used in Plat.).
    ( We saw) the king himself holding his hand before his face to shade his eyes: ἄνακτα δʼ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρʼ ἀντέχοντα κρατός (Soph., O.C. 1650).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shade

См. также в других словарях:

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ — I (Conrad, Τουλούζ 925 – 993). Βασιλιάς της Βουργουνδίας (937 995), γνωστός ως Κ. ο Ειρηνικός. Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Ροδόλφου Β’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, καταδιώχθηκαν οι ομάδες των Σαρακηνών και των… …   Dictionary of Greek

  • Λέων ο Τριπολίτης — (τέλη 9ου – μέσα 10ου αι. μ.Χ.). Εξισλαμισμένος χριστιανός πειρατής από την Τρίπολη της Φοινίκης. Επιδόθηκε πολύ νέος στην πειρατεία και απέκτησε δικό του πειρατικό στόλο. Επιδεικνύοντας τόλμη και αγριότητα, αλλά και βοηθούμενος από το πειρατικό… …   Dictionary of Greek

  • Μανουήλ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυρας (9ος αι.). Μητροπολίτης Αδριανούπολης επί Λέοντα E’ του Αρμενίου (813 828). Αιχμαλωτίστηκε από τους Βουλγάρους μαζί με άλλους επίσκοπους και λαϊκούς και είχε μαρτυρικό θάνατο (815). Η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»