-
1 κατόρθωμα
κατ-όρθωμα, τό, das Gerad-, Rechtgemachte, Wohlgelungene, das glücklich Vollbrachte. Bei den Stoikern die vollkommenen Pflichten, recte factum -
2 κατ-όρθωσις
κατ-όρθωσις, ἡ, das Gerade-, Rechtmachen, Gutausführen, glückliches Vollbringen; Arist. rhet. 2, 3 vrbdt ἐν εὐημερίᾳ, ἐν κατορϑώσει, wie Pol. ἐπιτυχίαι καὶ κατορϑώσεις, 40, 12, 7; ἡ τῶν πραγμάτων κατόρϑωσις Pol. 2, 53, 3; κατόρϑωσιν ποιεῖσϑαι τῆς πολιτείας 3, 30, 2, den Staat wieder gut einrichten; a. Sp., – Bei den Stoikern = κατόρϑωμα, Cic. de fin. 3, 14.
-
3 εὐ-κλήρωμα
εὐ-κλήρωμα, τό, B. A. 77, 25, aus Antiphan. angeführt u. κατόρϑωμα erkl., soll wohl εὐκλήρημα heißen.
-
4 ἀνδρ-αγάθημα
ἀνδρ-αγάθημα, τό, tapfere That, Plut. Sert. 10 u. Sp. Nach Phrynich. att. für κατόρϑωμα.
См. также в других словарях:
κατόρθωμα — success neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόρθωμα — το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) [κατορθώ] 1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
κατόρθωμα — το, ατος εξαιρετική επιτυχία, ανδραγάθημα: Διηγείται τα κατορθώματά του στον πόλεμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατορθωμάτων — κατόρθωμα success neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώμασι — κατόρθωμα success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώμασιν — κατόρθωμα success neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματα — κατόρθωμα success neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματι — κατόρθωμα success neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατορθώματος — κατόρθωμα success neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДОЛГ — (греч. deon; лат. officiuum, obligatio; нем. Pflicht; англ. duty, obligation; фр. devoir, obligation; ит. devere) одно из фундаментальных понятий этики, которое обозначает нравственно аргументированное принуждение к поступкам; нравственную… … Философская энциклопедия
СТОИЦИЗМ — учение одной из наиболее влиятельных филос. школ античности, основанной ок. 300 г. до н.э. Зеноном из Китиона. История С. традиционно делится на три периода: ранняя стоя (Зенон, Клеанф, Хрисипп и их ученики, 3 2 вв. до н.э.), средняя стоя… … Философская энциклопедия