-
1 κάτωρ
-
2 νικάτωρ
νῑκάτωρ, νικάτωρconqueror: masc nom sg -
3 καθωραΐζομαι
A = ὡραΐζομαι, Phot. (ubi κατωρ-), Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθωραΐζομαι
См. также в других словарях:
νικάτωρ — νῑκάτωρ , νικάτωρ conqueror masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)