-
1 κατωτίδες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατωτίδες
См. также в других словарях:
κατωμίς — κατωμίς, ίδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ κατωμίδες (κατά τον Ησύχ.) «δέρματα ἅπερ οἱ νομεῑς κατὰ τῶν ὤμων φοροῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωμίς (< ὦμος) πρβλ. εξ ωμίς, επ ωμίς] … Dictionary of Greek