-
1 κατομβρία
κατομβρίᾱ, κατομβρίαheavy rain: fem nom /voc /acc dualκατομβρίᾱ, κατομβρίαheavy rain: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κατομβρίᾱͅ, κατομβρίαheavy rain: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κατομβρίᾳ
Βλ. λ. κατομβρία -
3 κατομβρία
κατομβρ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατομβρία
-
4 κατομβρία
κατ-ομβρία, ἡ, das Beregnen, Überschwemmen -
5 κατομβρίας
κατομβρίᾱς, κατομβρίαheavy rain: fem acc plκατομβρίᾱς, κατομβρίαheavy rain: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 κατομβρίαι
κατομβρίᾱͅ, κατομβρίαheavy rain: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 κατομβρίαν
κατομβρίᾱν, κατομβρίαheavy rain: fem acc sg (attic doric aeolic) -
8 κατόμβρισις
A = κατομβρία, Lyd. Ost.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατόμβρισις
-
9 ἐπίνοσος
ἐπίνοσος, ον,A subject to sickness, unhealthy, , cf. Thphr.Fr.20.48 Schneider, D.S.2.48;γενεά Ph.1.516
. Adv. - σως like one who is sick,διάγειν Hp.Epid.1.5
, Crates Ep.20; ἐ. διακειμένουτοῦ σώματος Sor.1.117
, cf. POxy.939.21 (iv A.D.).II. unwholesome,χωρίον Porph.Abst.1.36
;θέρος Gp.1.12.34
;τόπος Hierocl. Facet.73
;κατομβρία Lyd. Ost.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίνοσος
См. также в других словарях:
κατομβρία — κατομβρίᾱ , κατομβρία heavy rain fem nom/voc/acc dual κατομβρίᾱ , κατομβρία heavy rain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρίᾳ — κατομβρίᾱͅ , κατομβρία heavy rain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρία — κατομβρία, ἡ (Μ) [κάτομβρος] η ραγδαία βροχή … Dictionary of Greek
κατομβρίας — κατομβρίᾱς , κατομβρία heavy rain fem acc pl κατομβρίᾱς , κατομβρία heavy rain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρίαι — κατομβρίᾱͅ , κατομβρία heavy rain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατομβρίαν — κατομβρίᾱν , κατομβρία heavy rain fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόμβρισις — κατόμβρισις, ἡ (Μ) [κατομβρίζω] κατομβρία* … Dictionary of Greek