-
1 κατοκωχιμος
31) движимый, подвластный(τῷ πάθει, ὑπὸ τῆς κινήσεως Arst.)
2) влекомый, тяготеющий -
2 κατοχιμος
21) являющийся собственностью, находящийся в чьём-л. владении(χωρίον Isae. - v. l. κατοκώχιμος)
2) одержимый, исступленный(κ. καὴ φρικώδης Luc.)
См. также в других словарях:
κατοκώχιμος — κατοκώχιμος, η, ον (ΑΜ) [κατοκωχή] αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.) αρχ. 1. ο κρατούμενος ως εγγύηση 2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κατοκώχιμον — κατοκώχιμος held in possession masc acc sg κατοκώχιμος held in possession neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοκώχιμοι — κατοκώχιμος held in possession masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)