Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατοικτιοῦσιν

См. также в других словарях:

  • κατοικτιοῦσιν — κατοικτίζω bewail oneself fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κατοικτίζω bewail oneself fut ind act 3rd pl (attic epic doric) κατοικτίζω bewail oneself fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κατοικτίζω bewail oneself fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»