-
1 habitable
κατοικήσιμος -
2 жилой
жилой κατοικήσιμος \жилойое помещение η κατοικία \жилойая площадь о κατοικήσιμος χώ ρος* * *жило́е помеще́ние — η κατοικία
жила́я пло́щадь — ο κατοικήσιμος χώρος
-
3 жилой
жил||о́йприл κατοικήσιμος:\жилой дом τό κατοικήσιμο σπίτι· \жилойо́е помещение ἡ κατοικία· \жилойая комната τό κατοικήσιμο δωμάτιο· \жилойая площадь ὁ κατοικήσιμος χῶρος, ἡ κατοικία, -
4 нежилой
нежилойприл1. ἀκατοίκητος, ἐρημος:комната имеет \нежилой вид τό δωμάτιο μοιάζει ἀκατοίκητο·2. (негодный для жилья) μή κατοικήσιμος. -
5 обитаемый
обита||емыйприч. и прил κατοικήσιμος. -
6 площадь
площадьж1. (пространство) ἡ ἐπιφάνεια, ὁ χῶρος, ἡ ἔκταση / мат τό ἐμβαδόν:жилая \площадь ὁ κατοικήσιμος χώρος· посевная \площадь ἡ σπαρμένη ἐπιφάνεια, οἱ καλλιεργήσιμες ἐκτάσεις· \площадь кру́га τό ἐμβαδόν τ<Λ5 κύκλου·2. (место) ἡ πλατεία:базарная \площадь ἡ πλατεία τής ἀγοράς, ἡ ἀγο-ρά Кра́сная \площадь ἡ Κόκκινη πλατεία. -
7 жилой
[ζυλόΐ] εκ. κατοικήσιμος -
8 обитаемый
[αμπιτάιμυϊ] επ. κατοικήσιμος -
9 жилой
[ζυλόϊ] επ κατοικήσιμος -
10 обитаемый
[αμπιτάιμυϊ] επ κατοικήσιμος -
11 жилплощадь
-и θ.ο κατοικούμενος χώρος, η κατοικία σε τετραγωνικά μέτρα• ο κατοικήσιμος χώρος. -
12 нежилой
επ.1. ακατοίκητος•нежилой дом ακατοίκητο σπίτι•
-бе место έρημο μέρος.
|| ο μη προοριζόμενος για κατοικία•-ые строения τα καταστήματα, τα ιδρύματα.
2. μη κατοικήσιμος. -
13 площадь
-и, γεν. πλθ. -и θ.1. πλατεία•красная площадь в Москве η Κόκκινη πλατεία της Μόσχας•
рыночная (базарная) площадь η πλατεία της αγοράς ή του παζαριού.
2. επιφάνεια, έκταση, χώρος•посевные -и σπαρμένες ή καλλιεργημένες εκτάσεις•
жилая площадь κατοικήσιμος (οικοδομήσιμος) χώρος.
|| εμβαδόν•площадь круга εμβαδόν του κύκλου.
См. также в других словарях:
κατοικήσιμος — η, ο ο κατάλληλος να κατοικηθεί, αυτός στον οποίο μπορεί να εγκατασταθεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοίκησις. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
κατοικήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να κατοικηθεί: Δεν είναι κατοικήσιμο το σπίτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αοίκητος — ἀοίκητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, ακατοίκητος 2. μη κατοικήσιμος 3. άστεγος, ξεσπιτωμένος 4. φρ. «ποιῶ τινα ἀοίκητον» εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του … Dictionary of Greek
εναυλιστήριος — ἐναυλιστήριος, ον (Α) ο κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
ενοικήσιμος — ἐνοικήσιμος, ον (Α) [ενοικώ] ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
εξοικήσιμος — ἐξοικήσιμος, ον (Α) [εξοίκηση] κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
ευοίκητος — εὐοίκητος, ον (ΑΜ) [ευοικώ] 1. αυτός που έχει τοποθετηθεί ευνοϊκά, σε κατάλληλο χώρο, κατοικήσιμος («εὐοίκητος τόπος», Φιλοχ.) 2. (για σπίτι) άνετος … Dictionary of Greek
θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ … Dictionary of Greek
οικήσιμος — η, ο (Α οἰκήσιμος, ον) [οίκησις] αυτός που μπορεί να κατοικηθεί, που είναι κατάλληλος για κατοίκηση, κατοικήσιμος («ὑλοφόρα καὶ δενδροφόρα καὶ τὸ ὅλον οἰκήσιμά ἐστιν», Πολ.) … Dictionary of Greek
οικητικός — οἰκητικός, ή, όν (Α) [οικητής] 1. (σχετικά με ζώα) αυτός που είναι συνηθισμένος σε μόνιμη διαμονή, σε σταθερή κατοικία, κατοικίδιος («[τῶν ζῴων] τὰ μὲν οἰκητικά, τὰ δὲ ἄοικα», Αριστοτ.) 2. αυτός που χρησιμεύει ως τόπος διαμονής ή αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
οικητός — οἰκητός, ή, όν, θηλ. και ός (Α) [οικώ] 1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ. β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.) 2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ) … Dictionary of Greek