Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατοίκησις

См. также в других словарях:

  • κατοίκησις — settling in fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικήσει — κατοίκησις settling in fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατοικήσεϊ , κατοίκησις settling in fem dat sg (epic) κατοίκησις settling in fem dat sg (attic ionic) κατοικέω settle in aor subj act 3rd sg (epic) κατοικέω settle in fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοικήσεις — κατοίκησις settling in fem nom/voc pl (attic epic) κατοίκησις settling in fem nom/acc pl (attic) κατοικέω settle in aor subj act 2nd sg (epic) κατοικέω settle in fut ind act 2nd sg κατοικέω settle in aor subj act 2nd sg (epic) κατοικέω settle in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοίκησιν — κατοίκησις settling in fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GRAECIA Magna — reg. Italiae ad oram sinûs Scylacei ac Tarentini, inter Brutios ad Mer. et Salentinos ad Bor. in longum extensa: cuius pars nunc in Calabria ulteriore, pars vero Maior in citeriore continetur. Eius mem. Ovid. Fast. l. 4. v. 64. Itala nam tellus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LUBAR — Epiphan. l. 1. Hoeres. est mons ille, in quo Arca Noe constitit. Verba eius sunt: Μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐπιςτάσης τῆς λάρνακος Νῶε εν τοῖς ὄρεσι τοῖς Α᾿ραρατ, ἀναμέσον Α᾿ρμενίων καὶ Καρδυέων εν τῷ Λουβὰρ οὔρει καλουμένῳ. Ε᾿κεῖσε πρῶτον κατοίκησις… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κατοίκηση — η (AM κατοίκησις) [κατοικώ] το να κατοικεί κανείς σε έναν τόπο, η διαμονή αρχ. 1. ο τόπος διαμονής, η κατοικία («ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῑς μνήμασι», ΚΔ) 2. η κατοικούμενη περιοχή ενός τόπου …   Dictionary of Greek

  • κατοίκιση — η (Α κατοίκησις) [κατοικίζω] ίδρυση αποικίας, αποικισμός …   Dictionary of Greek

  • κατοικήσιμος — η, ο ο κατάλληλος να κατοικηθεί, αυτός στον οποίο μπορεί να εγκατασταθεί κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοίκησις. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν λεξικόν τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

  • ԲՆԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 496 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c գ. οἵκησις, οἵκισμος, κατοίκησις, κατοικία habitatio, habitaculum եւն. Բնակելն. բնակիլն. *Քաղաք, կամ երկիր բնակութեան: Բնակութիւն քաղաքիս բարի է. եւ այլն: *Լաւ համարէին զգազանաբար բնակութիւնն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κατοικήσεων — κατοικήσεω̆ν , κατοίκησις settling in fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»