Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατισχύσῃ

  • 1 κατισχύση

    κατισχύ̱σῃ, κατισχύω
    overpower: aor subj mid 2nd sg
    κατισχύ̱σῃ, κατισχύω
    overpower: aor subj act 3rd sg
    κατισχύ̱σῃ, κατισχύω
    overpower: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > κατισχύση

  • 2 κατισχύσῃ

    κατισχύ̱σῃ, κατισχύω
    overpower: aor subj mid 2nd sg
    κατισχύ̱σῃ, κατισχύω
    overpower: aor subj act 3rd sg
    κατισχύ̱σῃ, κατισχύω
    overpower: fut ind mid 2nd sg

    Morphologia Graeca > κατισχύσῃ

  • 3 господство

    господст||во
    с ἡ ἡγεμονία, ἡ κυριαρχία/ ἡ ὑπεροχή (превосходство)Ι ἡ ἐπι-κράτηση [-ις], ἡ κατίσχυση [-ις] (преобладание):
    \господство в воздухе ἡ ὑπεροχή (или ἡ κυριαρχία) στον ἀέρα· \господство на море ἡ θα-λασσοκρατία· мировое \господство ἡ παγκόσμια κυριαρχία.

    Русско-новогреческий словарь > господство

См. также в других словарях:

  • κατίσχυση — η επικράτηση: Για την κατίσχυση των Γερμανών στην Ευρώπη χρειάστηκαν πολλές θυσίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατίσχυση — η υπερίσχυση, υπερτέρηση, επιβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατισχύω. Η λ., στον λόγιο τ. κατίσχυσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κατισχύσῃ — κατισχύ̱σῃ , κατισχύω overpower aor subj mid 2nd sg κατισχύ̱σῃ , κατισχύω overpower aor subj act 3rd sg κατισχύ̱σῃ , κατισχύω overpower fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικράτηση — η (AM ἐπικράτησις) [επικρατώ] 1. υπερίσχυση, κατίσχυση, νίκη («η επικράτηση τών ελληνικών όπλων») 2. (για πράγμ., ιδέες, καταστάσεις) καθιέρωση, προτίμηση («επικράτηση ρεαλιστικών τάσεων») μσν. επικράτεια αρχ. παντοδυναμία, κυριαρχία …   Dictionary of Greek

  • καταγώνισις — καταγώνισις, ἡ (Α) [καταγωνίζομαι] νίκη, κατίσχυση …   Dictionary of Greek

  • κατεξουσία — κατεξουσία, ἡ (Α) 1. ολοσχερής εξουσία, κυριαρχία πάνω σε κάποιον 2. επιβολή 3. κατίσχυση, νίκη …   Dictionary of Greek

  • κατισχύω — (AM κατισχύω) καταβάλλω κάποιον με τη δύναμη μου, επικρατώ, υπερισχύω («ὅταν... ἠ τῆς πείρας ἀκρίβεια κατίσχύσῃ τὴν τῶν λόγων πιθανότητα», Διόδ.) μσν. 1. κατορθώνω, καταφέρνω 2. έχω την απαιτούμενη δύναμη να κάνω κάτι αρχ. 1. φθάνω στην πλήρη… …   Dictionary of Greek

  • κραταιότητα — η (AM κραταιότης, ητος) [κραταιός] 1. ύπαρξη μεγάλης δύναμης κάθε είδους, ισχύς, σθεναρότητα, επιβλητικότητα, παντοδυναμία («ἐταράχθησαν τὰ ὄρη ἐν τῆ κραταιότητι αὐτοῡ», ΠΔ) 2. η κατίσχυση …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»