Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατηφοριά

См. также в других словарях:

  • κατηφοριά — και κατηφόρια, η (Μ κατηφοριά) [κατήφορος] 1. η κατωφέρεια, η κλίση τού εδάφους προς τα κάτω, η πλαγιά 2. κατηφορικός δρόμος …   Dictionary of Greek

  • κατηφοριά — η κατήφορος: Τον πήρε η κατηφοριά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ίσιωμα — και ίσωμα, το [ισιώνω/ισώνω] 1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση 2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη 3. στον πληθ. τα ισιώματα μικρές… …   Dictionary of Greek

  • αλωνάκι — το [αλώνι] 1. μικρό αλώνι 2. μικρός επίπεδος χώρος σε κατηφοριά ή στο μέσον μιας σκάλας 3. (Λαογρ.) ονομασία διαφόρων ομαδικών παιχνιδιών …   Dictionary of Greek

  • απόκλιμα — ἀπόκλιμα, το (Α) [αποκλίνω] 1. η κατηφοριά 2. το σημείο που δύουν οι αστερισμοί …   Dictionary of Greek

  • απόνευσις — ἀπόνευσις, η (Α) 1. η κλίση, η κατηφοριά 2. το να αποφεύγει κάποιος κάτι …   Dictionary of Greek

  • βάσταγας — ο (Μ βάστας, ακος και βάστακας) [βαστάζω] αυλάκι που χρησιμεύει για το χώρισμα αγρών, όριο αγρού νεοελλ. 1. αντηρίδα, πρόχωμα αγρού σε κατηφοριά για να συγκρατεί το χώμα 2. άκρη του χωραφιού που δεν μπορεί να οργωθεί με αλέτρι αλλά μόνο με κασμά …   Dictionary of Greek

  • επίκλιση — η (AM ἐπίκλισις) [επικλίνω] κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, πλαγιά («ἐν τοῑς ἐδάφεσι καὶ ταῑς ἐπικλίσεσιν αὐτῶν», Στράβ.) αρχ. 1. (για πρόσ.) το να είναι κάποιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι 2. κλίση, κάμψη προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • επικλίνεια — ἐπικλίνεια, ἡ (Α) [επικλινής] 1. κλίση, κατηφοριά, πλαγιά 2. μτφ. τάση προς κάτι, προδιάθεση …   Dictionary of Greek

  • κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… …   Dictionary of Greek

  • κατάβαση — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 6 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα, 32 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμάνης του νομού Χίου. * * * η (AM κατάβασις) [καταβαίνω] 1. η πορεία προς τα κάτω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»