-
1 κατηγορικός
κατ-ηγορικός, ή, όν, zur Anklage, Beschuldigung gehörig, dazu geneigt; ὁ κ., der Ankläger. Zum Prädikat gehörig, es betreffend -
2 στερητικός
στερητικός, beraubend, – verneinend, im Ggstz von κατηγορικός, Arist. an. pr. 1, 18.
-
3 κατ-αγορευτικός
κατ-αγορευτικός, ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von κατηγορικός unterschieden, D. L. 7, 70. 190.
-
4 στερητικός
στερητικός, beraubend, verneinend, im Ggstz von κατηγορικός
См. также в других словарях:
κατηγορικός — accusatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικός — ή, ό (Α κατηγορικός, ή, όν [κατήγορος] νεοελλ. φρ. (λογ.) α) «κατηγορική κρίση» η κρίση με την οποία διατυπώνεται κάποιο συμπέρασμα για ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια κατάσταση, η πρόταση στην οποία το υποκείμενο συνδέεται με το κατηγορούμενο με… … Dictionary of Greek
κατηγορικός — ή, ό 1. αυτός που λέει κάτι σαφώς: Ο συλλογισμός αυτός είναι κατηγορικός. 2. «κατηγορική κρίση» λέγεται αυτή κατά την οποία συνδέεται το υποκείμενο με το κατηγορούμενο με το ρήμα είναι: Το φίδι είναι ερπετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηγορικά — κατηγορικός accusatory neut nom/voc/acc pl κατηγορικά̱ , κατηγορικός accusatory fem nom/voc/acc dual κατηγορικά̱ , κατηγορικός accusatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικῶν — κατηγορικός accusatory fem gen pl κατηγορικός accusatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικόν — κατηγορικός accusatory masc acc sg κατηγορικός accusatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικαῖς — κατηγορικός accusatory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικαί — κατηγορικός accusatory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικοῖς — κατηγορικός accusatory masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικοί — κατηγορικός accusatory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορικοῦ — κατηγορικός accusatory masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)