-
1 κατηγορικαίς
-
2 κατηγορικαῖς
См. также в других словарях:
κατηγορικαῖς — κατηγορικός accusatory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 κατηγορικαίς
2 κατηγορικαῖς
κατηγορικαῖς — κατηγορικός accusatory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)