-
1 κατηγορία
κατηγορίᾱ, κατηγορίαaccusation: fem nom /voc /acc dualκατηγορίᾱ, κατηγορίαaccusation: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————κατηγορίαι, κατηγορίαaccusation: fem nom /voc plκατηγορίᾱͅ, κατηγορίαaccusation: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 κατηγορια
ион. κατηγορίη ἥ1) обвинениеκ. οὐδεμία προετέθη Thuc. — (против платейцев) не было выставлено никакого обвинения;
κατεγορίας ἔχειν ἐπί τινι Dem. — нести ответственность за что-л.2) филос. основной и всеобщий признак, категория(κατηγορίαι τοῦ ὄντος Arst.)
-
3 κατηγορία
κατηγορία, ας, ἡ (s. prec. and two next entries; Hdt.+; ins; POxy 237 VIII, 7; Mitt-Wilck II/2, 68, 19f [restored]: Philo; Jos., Ant. 2, 49, C. Ap. 2, 137; Just., A II, 2, 7; Ath.; on the correctness of this term s. καταλαλία; loanw. in rabb.) accusation τίνα κ. φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; what accusation do you bring against this man? J 18:29. κ. παραδέχεσθαι κατά τινος entertain an accusation against someone 1 Ti 5:19 (κατά τινος, as Isocr. 5, 147; SIG 704 F 7; 705, 32). ἔχειν κατηγορίαν κατά τινος J 8:11 v.l.; cp. ἔχειν κατηγορίαν τινός 8:4 D; εὑρεῖν κ. Lk 6:7 v.l. W. gen. of the content of the accusation (Demosth. 18, 279; Philo, Fuga 36) κ. ἀσωτίας charge of profligacy Tit 1:6.—DELG s.v. ἀγορά. M-M. TW. Sv. -
4 κατηγόρια
η см. κατηγορία 1, 2 -
5 κατηγορία
-
6 κατηγορίᾳ
Βλ. λ. κατηγορία -
7 κατηγορία
{сущ., 4}обвинение, упрек, укор.Ссылки: Лк. 6:7; Ин. 18:29; 1Тим. 5:19; Тит. 1:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατηγορία
-
8 κατηγορία
{сущ., 4}обвинение, упрек, укор.Ссылки: Лк. 6:7; Ин. 18:29; 1Тим. 5:19; Тит. 1:6.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατηγορία
-
9 κατηγορία
обвинение, упрек, укор.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατηγορία
-
10 κατηγορίᾳ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατηγορίᾳ
-
11 κατηγορία
[катигориа] ουσ θ обвинение, категория. -
12 κατηγορία
A accusation, Hdt.6.50, etc.; opp. αἰτία (expostulation), Th.1.69; opp. ἔπαινος, ib.84; opp. ;τὴν κ. ποιεῖσθαι Antipho 6.10
, And.1.6;ὡς ὑβρίζοντος κ. ἐποιοῦντο X.An.5.8.1
; κ. ἐγένοντο πολλαὶ τῶν Ἀθηναίων charges were made against.., Id.HG2.1.31;κατηγορίαι κατά τινος γεγόνασιν Isoc.5.147
; εἰ.. ἐπὶ τοῖς πεπραγμένοις κατηγορίας ἔχω I am liable to accusation, D.18.240.II in Logic, predication, Arist.Metaph. 1007a35, etc.: pl., Id.APo. 84a1; esp. affirmative predication, opp. στέρησις, Id.APr. 52a15;ἄπορον ἐν κ. Stoic.2.93
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηγορία
-
13 κατηγορία
κατ-ηγορία, ἡ, (1) Vorwurf, Beschuldigung, Anklage; κατηγορίαν ποιεῖσϑαι, anklagen. (2) übh. was man von einem Subjekt aussagt, Prädikatbestimmung -
14 κατηγορία
1) abominer2) catégorie3) charge4) zone -
15 κατηγορία
1) ciężar (m) rzecz.2) ładunek (m) rzecz.3) obciążenie (n) rzecz.4) obowiązek (m) rzecz.5) wsad (m) rzecz. -
16 κατηγορία
1) kategorie2) náboj3) nálož4) povinnost5) služba6) útok7) vsázka -
17 κατηγορία
1) accusation2) charge3) leagueΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κατηγορία
-
18 κατηγορίας
κατηγορίᾱς, κατηγορίαaccusation: fem acc plκατηγορίᾱς, κατηγορίαaccusation: fem gen sg (attic doric aeolic) -
19 κατηγορίαι
κατηγορίαaccusation: fem nom /voc plκατηγορίᾱͅ, κατηγορίαaccusation: fem dat sg (attic doric aeolic) -
20 κατηγορίαν
κατηγορίᾱν, κατηγορίαaccusation: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
κατηγορία — κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc/acc dual κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
κατηγορίᾳ — κατηγορίαι , κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — η 1. ενοχοποίηση: Άκουσα πολλές κατηγορίες εναντίονμου. 2. σύνολο πολλών όντων ή πραγμάτων ομοιογενών, τάξη, συνομοταξία: Το κουρείο αυτό είναι πρώτης κατηγορίας. 3. στη φιλοσοφία, βασική ενέργεια του νου που δεν μπορεί να αναλυθεί πιο πέρα σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηγορίας — κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem acc pl κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορίαι — κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατελείς μύκητες — Κατηγορία μυκήτων που δεν παρουσιάζουν φυλετική διαφοροποίηση. Η αναπαραγωγή σε αυτούς είναι βλαστητική και τα προϊόντα της είναι τα κονίδια ή σπόρια. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει πολλά και σπουδαία, από οικονομική άποψη, γένη, όπως το πενικίλλι … Dictionary of Greek
ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
κατηγορίαν — κατηγορίᾱν , κατηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… … Dictionary of Greek