-
1 κατηγορία
κατ-ηγορία, ἡ, (1) Vorwurf, Beschuldigung, Anklage; κατηγορίαν ποιεῖσϑαι, anklagen. (2) übh. was man von einem Subjekt aussagt, Prädikatbestimmung -
2 παρώνυμος
παρώνυμος, von einem Namen, Worte abgeleitet, danach gebildet, benannt; γραμματικὸς παρ. ἀπὸ τῆς γραμματικῆς, Arist. categ. 1; bes. Gramm. – Auch adv, ἀπ' οὐδενὸς γένους παρωνύμως ἡ κατηγορία κατὰ τοῦ εἴδους λέγεται, Arist. top. 2, 4; Sp.
-
3 φόρτος
φόρτος, ὁ, die Last, Fracht, Bürde, so Viel ein Mensch, ein Thier, ein Schiff tragen kann; die Schiffsladung, Od. 8, 163. 14, 296; Hes. O. 629; φόρτον ὥςτε ναυτίλος Soph. Trach. 534; φόρτον χρείας ἔχειν Eur. Suppl. 20; διατίϑεσϑαι φόρτον Her. 1, 1; Folgde; aber erst Sp. auch im plur., wie Strab. – Uebertr., die Menge, καινῶν φόρτον ἀγγέλλων κακῶν Eur. I. T. 1306. – Bei den Attikern das Gemeine, Rohe, Plumpe, Pöbelhafte, τοιαῦτ' ἀφελὼν καὶ φόρτον καὶ βωμολοχεύματ' ἀγεννῆ Ar. Pax 748, vgl. Plut. 796, wo es der Schol. μέμψις, κατηγορία erkl. – Später = ὕλη, rohe Masse, Stoff, Materie, Aret.
-
4 κατ-αγόρευσις
κατ-αγόρευσις, ἡ, Anzeige, Plut. def. orac. 35 u. a. Sp., = κατηγορία.
-
5 κατ-ηγορία
κατ-ηγορία, ἡ, 1) Vorwurf, Beschuldigung, Anklage; κατηγορία μὲν οὐδεμία προετέϑη Thuc. 3, 52, von αἰτία unterschieden; auf die ἐχϑροὶ ἀδικήσαντες bezogen, 1, 69; κατηγορίαν ποιεῖσϑαι, anklagen, Xen. An. 5, 8, 1; πολλαὶ κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασι Isocr. 5, 147; τινός, Xen. Hell. 2, 1, 31. – 2) übh. was man von einem Subjekt aussagt, Prädikatbestimmung, Arist. u. Folgde, die Kategorieen.
-
6 ἄ-στοχος
ἄ-στοχος, das Ziel verfehlend, nicht richtig erkennend, ἀνδρῶν, ὅσα πράττοιεν καὶ λέγοιεν Plat. Tim. 19 e; κατηγορία Pol. 5, 49; χεὶρ ἄγρης Tib. Ill. 2 (IX, 370). – Adv. ἀστόχως, z. B. ἐχρῆτο τοῖς καιροῖς Pol. 1, 74, unüberlegt, unklug.
-
7 ἐπίῤ-ῥησις
ἐπίῤ-ῥησις, ἡ, das Dazugesagte, der Zusatz, und zwar ein tadelnder, Plut. aud. poet. 4; VLL. ψόγος, κατηγορία. Bei Luc. Philops. 31 Zauber-, Bannspruch.
-
8 ἰσχύω
ἰσχύω ( ἰσχύς), stark sein, muthig, gewaltig sein; ὑπέρ τινα Pind. frg. 13; μηδὲν μεῖον ἰσχύσειν Διός Aesch. Prom. 508; Eum. 591; ὃς μέγιστον ἴσχυσε στρατοῦ Soph. Ai. 495; auch von Sachen, τἀληϑὲς γὰρ ἰσχῦον τρέφω O. R. 356; Ar. Vesp. 357; καὶ ὑγιαίνειν Xen. Cyr. 6, 1, 24; ἐκ τῆς νόσου Hell. 6, 4, 18; ἰσχύειν τινί, wodurch mächtig, stark sein, Thuc. 2, 13. 3, 140; πρὸς τοὺς πολεμίους 3, 46; Kraft haben, gelten, ἐν ᾗ ἂν πόλει αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν Plat. Crit. 50 b, vgl. Polit. 294 a; λόγοι Lys. 4, 12; ἡ κατηγορία ἰσχύει παρὰ τοῖς ἀκούουσι Aesch. 2, 2, der auch ἴσχυκε καὶ σύνηϑες ἐγένετο λέγειν vrbdt, 1, 165; πλεῖστον ἰσχῦσαι παρά τινι, bei Einem sehr viel vermögen, gelten, Dem. 38, 20; Plut. Pomp. 2. – [ἴσχυε mit kurzem υ Asclepd. 19 (V, 167), u. ἰσχύετε Mel. 53 (V, 212).]
См. также в других словарях:
κατηγορία — κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc/acc dual κατηγορίᾱ , κατηγορία accusation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — Ενοχοποίηση, μομφή· σύνολο ομοιογενών πραγμάτων. (Νομ.) Σύμφωνα με τη νομική ορολογία, ο όρος κ. αναφέρεται στην απόδοση μιας οποιασδήποτε ενοχής σε κάποιον. Ειδικότερα, σημαίνει την αποδιδόμενη υπαιτιότητα για κάθε πράξη που διώκεται ποινικώς… … Dictionary of Greek
κατηγορίᾳ — κατηγορίαι , κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορία — η 1. ενοχοποίηση: Άκουσα πολλές κατηγορίες εναντίονμου. 2. σύνολο πολλών όντων ή πραγμάτων ομοιογενών, τάξη, συνομοταξία: Το κουρείο αυτό είναι πρώτης κατηγορίας. 3. στη φιλοσοφία, βασική ενέργεια του νου που δεν μπορεί να αναλυθεί πιο πέρα σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηγορίας — κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem acc pl κατηγορίᾱς , κατηγορία accusation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγορίαι — κατηγορία accusation fem nom/voc pl κατηγορίᾱͅ , κατηγορία accusation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατελείς μύκητες — Κατηγορία μυκήτων που δεν παρουσιάζουν φυλετική διαφοροποίηση. Η αναπαραγωγή σε αυτούς είναι βλαστητική και τα προϊόντα της είναι τα κονίδια ή σπόρια. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει πολλά και σπουδαία, από οικονομική άποψη, γένη, όπως το πενικίλλι … Dictionary of Greek
ελεύθεροι επαγγελματίες — Κατηγορία εργαζομένων, που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ελεύθερη και όχι σε μισθωτή βάση και αμείβονται από τους πελάτες τους μετά από σχετική και ανά περίπτωση συμφωνία. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας αποτελούν οι δικηγόροι ε … Dictionary of Greek
μελανόμορφα αγγεία — Κατηγορία διακοσμημένων αγγείων της αρχαιότητας. Η τεχνική διακόσμησης αποτελείται από τη χρήση μαύρου γανώματος για τις μορφές και τα διακοσμητικά μοτίβα, τα οποία απλώνονται στην ερυθρόχρωμη επιφάνεια του αγγείου. Οι λεπτομέρειες αποδίδονταν με … Dictionary of Greek
κατηγορίαν — κατηγορίᾱν , κατηγορία accusation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχνηλάτης — Κατηγορία σκύλων που ανήκουν σε διάφορες ράτσες αλλά έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα να παρακολουθούν το θήραμά τους. Οι πιο διαδεδομένοι σκύλοι αυτού του είδους είναι οι γαλλικοί, που αποτελούν τη μεγαλύτερη αριθμητικά ομάδα, οι ελβετικοί και οι… … Dictionary of Greek