-
1 κατηγγειωμένως
κατηγγειωμένωςby means of blood-vessels: indeclform (adverb) -
2 κατηγγειωμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηγγειωμένως
-
3 καταγγειόομαι
A to be furnished with blood-vessels, Ruf.Anat.13, Heliod. ap. Orib.50.47.3 (- γι- codd.); cf. κατηγγειωμένως.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγγειόομαι
См. также в других словарях:
κατηγγειωμένως — (Α) επίρρ. διὰ μέσου αιμοφόρων αγγείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηγγειωμένος τού ρ. καταγγειούμαι «είμαι γεμάτος αιμοφόρα αγγεία»] … Dictionary of Greek
κατηγγειωμένως — by means of blood vessels indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)