Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατηγάθεος

См. также в других словарях:

  • κατηγάθεος — κατηγάθεος, ον (Α) (επιτ. τ. τού ηγάθεος) επίθ. τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠγάθεος «πολύ ιερός»] …   Dictionary of Greek

  • θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»