-
1 κατηγάθεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατηγάθεος
См. также в других словарях:
κατηγάθεος — κατηγάθεος, ον (Α) (επιτ. τ. τού ηγάθεος) επίθ. τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠγάθεος «πολύ ιερός»] … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek