Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατηβολή

См. также в других словарях:

  • κατηβολή — κατηβολή, ἡ (Α) 1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον* (βλ. επιβάλλω) 2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός 3. επιβολή, αξίωμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ… …   Dictionary of Greek

  • κατηβολή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηβολώ — κατηβολῶ, έω (Α) [κατηβολή] 1. πεθαίνω ξαφνικό παροξυσμό 2. λιποθυμώ …   Dictionary of Greek

  • κατηβολῇσι — κατηβολέω swoon pres subj act 3rd sg (epic) κατηβολή fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηβολέων — κατηβολέω swoon pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κατηβολή fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»