Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατεῖχ

См. также в других словарях:

  • κατεῖχ' — κατεῖκα , καθίημι let fall perf ind act 1st sg (ionic) κατεῖκε , καθίημι let fall perf imperat act 2nd sg (ionic) κατεῖκε , καθίημι let fall perf ind act 3rd sg (ionic) κατεῖχε , κατέχω hold fast imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»