-
1 κατεχθραίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεχθραίνω
См. также в других словарях:
κατεχθραίνω — (Α) (επιτ. τ. τού εχθραίνω) μισώ υπερβολικά κάποιον … Dictionary of Greek
κατεχθίζω — (Α) (επιτ. τ. τού εχθίζω) κατεχθραίνω*, μισώ υπερβολικά κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατεχθραίνω] … Dictionary of Greek