-
1 κατετολμάτο
-
2 κατετολμᾶτο
См. также в других словарях:
κατετολμᾶτο — κατά τολμάω Bodl. Quarterly Record imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατλώ — κατατλῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού τλώ) κατατολμώ* («κατετλάτο κατετολμάτο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τλῶ < *τλῶ «τολμώ», ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. επι τλώ, συν τλώ)] … Dictionary of Greek