-
1 κατεστραμμενως
adv. наоборотκ. προσπεφυκώς τινι Plut. — расположенный в направлении, обратном чему-л.
См. также в других словарях:
κατεστραμμένως — (Α) επίρρ. αντίθετα, αντίστροφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεστραμμένος τού ρ. καταστρέφομαι] … Dictionary of Greek
κατεστραμμένως — καταστρέφω turn down perf part mp masc acc pl (doric) κατεστραμμένως reversely indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)