Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κατεστηριγμένος

См. также в других словарях:

  • κατεστηριγμένος — κατά στηρίζω make fast perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστηρίζω — (Α) 1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω 2. δοκιμάζω 3. αποδεικνύω 4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, η, ον ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»