-
1 κατεστηριγμένος
κατά-στηρίζωmake fast: perf part mp masc nom sg -
2 καταστηρίζω
A establish, Nonn.D.38.424; prove, Lyd.Mens.1.14:— [voice] Pass., to be propped or stayed,ἐπί τινι E.Fr.382.9
; to be firmly fixed or established, LXX Jb.20.7; κατεστηριγμένος, opp. ἀβέβαιος, Arist. Mu. 395b16.II intr., κ. εἰς .. settle in a spot, of disease, Hp. Aff.15, cf. 11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταστηρίζω
См. также в других словарях:
κατεστηριγμένος — κατά στηρίζω make fast perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταστηρίζω — (Α) 1. στηρίζω πάνω σε κάτι, στερεώνω 2. δοκιμάζω 3. αποδεικνύω 4. (για νόσους) ενσκήπτω, πέφτω σε κάποιο μέρος και μένω εκεί, ενδημώ, κατασκήπτω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστηριγμένος, η, ον ασφαλώς στηριγμένος, καλά στερεωμένος … Dictionary of Greek