-
1 κατερητυω
удерживать(ἐν μεγάροισιν, sc. τινά Hom.)
; останавливатьφωνῇ κατερήτυε φώνησέν τε Hom. — он голосом остановил (меня), т.е. обратился ко мне и сказал;
ἥκω κατερητύσων ὁδὸν ἡν στέλλει Soph. — я прихожу, чтобы удержать тебя от задуманного пути
См. также в других словарях:
κατερητύω — (Α) κρατώ, κατακρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον ή κάτι («κατερητύσων θ ὁδὸν ἣ ν στέλλει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρητύω «εμποδίζω, αναχαιτίζω»] … Dictionary of Greek
κατερήτυ' — κατερήτῡε , κατερητύω hold back pres imperat act 2nd sg κατερήτῡε , κατερητύω hold back imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερήτυε — κατερήτῡε , κατερητύω hold back pres imperat act 2nd sg κατερήτῡε , κατερητύω hold back imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερήτυον — κατερήτῡον , κατερητύω hold back imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατερήτῡον , κατερητύω hold back imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερητύσων — κατερητύ̱σων , κατερητύω hold back fut part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερήτυεν — κατερήτῡεν , κατερητύω hold back imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)