Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατειρύω

См. также в других словарях:

  • κατειρύω — (Α) βλ. κατερύω …   Dictionary of Greek

  • κατερύω — κατερύω, ιων. τ. κατειρύω (Α) 1. (σχετικά με πλοία) σύρω από την ξηρά στη θάλασσα, καθέλκω («τήν γε κατείρυσαν εἰς ἅλα δῑαν», Ομ. Οδ.) 2. αρμέγω («κατείρυσε οϋθατα μόσχου», Νίκ.) 3. (σχετικά με τόξο) τραβώ, τεντώνω 4. μέσ. κατερύομαι (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»