-
1 κατειλέω
A force into a narrow space, coop up, in [voice] Pass.,ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.80
; ἐς τὸ ἄστυ ib. 176;ἐς Διὸς ἱρόν Id.5.119
, cf. Onos.42.19, Parth.32.2;εἰς χωρία προσάντη Plu.Cam.41
;ἐν ὀλίγῳ χώρῳ.. πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.9.70
, cf. J.AJ14.16.2, al.;ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Hp.Coac. 622
, cf. Arist.Pr. 869a21;τοιαύτην δίνην κατειληθῆναι τοῖς ἄστροις Epicur.Ep.2p.40U.
b καταϝελμένων τῶν πολιατᾶν when the citizens are assembled, Leg.Gort.10.35, 11.13.2 wrap up, X.Eq.10.7, Ael.NA5.3, 15.10 ([voice] Pass.);ταινίᾳ κατειλημένος τὴν ὀσφύν Diocl.Fr.142
;κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.Symp. 47
;τελαμῶνι τὸν μηρὸν -ειλημένον Paus.8.28.6
.II v. κατίλλω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατειλέω
-
2 κατείλησις
A crowding, compression, Epicur.Ep.2pp.46,54 U.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατείλησις
-
3 κατειλητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατειλητέον
-
4 κατείργω
Aκατέϝοργον Inscr.Cypr.135.1
H.:—also [suff] κατειλ-έργνυμι (v. infr.), [dialect] Att. also [full] καθείργω, [full] καθείργνυμι (q.v.): [tense] fut. - είρξω, [dialect] Ion. - έρξω:—drive into, shut in, ; κατεργνῦσι [αὐτοὺς] ἐς μέσα τὰ φρύγανα shut them up into the middle of the fire-wood, Id.4.69: generally, press hard, reduce to straits,κατέργοντες πολλὸν τοὺς Ἀθηναίους Id.6.102
; besiege, πτόλιν Inscr.Cypr.l.c.:—[voice] Pass., to be hemmed in, kept down,ὑπὸ τοῦ δυνατωτέρου Th.1.76
;ὑπ' ἀνάγκης D.H.6.2
; ὅρκοις -ειργόμενοι ib.45; τὸ πολέμῳ καὶ δεινῷ τινι -ειργόμενον what is done under stress of.., Th.4.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατείργω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский