-
1 κατειλυω
обволакивать, окружать(τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi)
οὖρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. — каменная гора, сплошь покрытая песком -
2 κατειλύω
A cover up,κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν Il.21.318
;ἐν βοείαις A.R.3.206
;ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Hdt.2.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατειλύω
-
3 κατειλύω
κατ-ειλύω, umwickeln, einhüllen -
4 καταείλυον
καταείλῡον, κατειλύωcover up: imperf ind act 3rd plκαταείλῡον, κατειλύωcover up: imperf ind act 1st sgκαταείλῡον, κατειλύωcover up: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)καταείλῡον, κατειλύωcover up: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
5 κατειλυμένον
κατειλῡμένον, κατειλύωcover up: perf part mp masc acc sgκατειλῡμένον, κατειλύωcover up: perf part mp neut nom /voc /acc sg -
6 κατειλύσθαι
-
7 κατειλῦσθαι
-
8 κατείλυται
κατείλῡται, κατειλύωcover up: perf ind mp 3rd sg
См. также в других словарях:
κατειλύω — (Α) περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰλύω «περιτυλίγω»] … Dictionary of Greek
κατειλῦσθαι — κατειλύω cover up perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταείλυον — καταείλῡον , κατειλύω cover up imperf ind act 3rd pl καταείλῡον , κατειλύω cover up imperf ind act 1st sg καταείλῡον , κατειλύω cover up imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καταείλῡον , κατειλύω cover up imperf ind act 1st sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατειλυμένον — κατειλῡμένον , κατειλύω cover up perf part mp masc acc sg κατειλῡμένον , κατειλύω cover up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατείλυται — κατείλῡται , κατειλύω cover up perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)