-
1 κατά-δικος
κατά-δικος, für schuldig erklärt, verurtheilt, Plut. Flamin. 18 u. a. Sp.; φυγῆς ἐγένετο κατάδικος, = κατεδικάσϑη, D. Sic. 13, 63.
См. также в других словарях:
κατεδικάσθη — καταδικάζω give judgement aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek