-
1 κατεγνυπωμένως
κατεγνῡπωμένως, Adv.,A v. καταγνυπόομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεγνυπωμένως
-
2 καταγνυπόομαι
A to be weak, in [tense] pf. [voice] Pass. κατεγνυπῶσθαι, Hsch., EM236.40; κατεγνυπωμένον cj. in Plu.2.753c. Adv. κατεγνυπωμένως lazily, Men.1020; cf. γνύπετος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταγνυπόομαι
См. также в других словарях:
κατεγνυπωμένως — (Α) επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα γνυ πῶ / όω < κατ(α) * + * γνυπῶ < θ. γνυ , συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖν ἀσθενεῖν,… … Dictionary of Greek
καταγνυπούμαι — καταγνυποῡμαι, όομαι (Α) 1. είμαι ασθενής, είμαι άτονος 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) κατεγνυπωμένως με οκνηρία, τεμπέλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνυποῦμαι (< γνύπων «εξασθενημένος» < γόνυ «γόνατο»)] … Dictionary of Greek