Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κατεγνυπωμένως

См. также в других словарях:

  • κατεγνυπωμένως — (Α) επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα γνυ πῶ / όω < κατ(α) * + * γνυπῶ < θ. γνυ , συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖν ἀσθενεῖν,… …   Dictionary of Greek

  • καταγνυπούμαι — καταγνυποῡμαι, όομαι (Α) 1. είμαι ασθενής, είμαι άτονος 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίρρ.) κατεγνυπωμένως με οκνηρία, τεμπέλικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + γνυποῦμαι (< γνύπων «εξασθενημένος» < γόνυ «γόνατο»)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»