-
1 κατα-ψήφισις
κατα-ψήφισις, ἡ, die Verurtheilung; Antiph. 1, 3; D. Cass. 36, 21.
-
2 καταψήφισις
κατα-ψήφισις, ἡ, u. κατα-ψήφισμα, τό, die Verurteilung
1 κατα-ψήφισις
κατα-ψήφισις, ἡ, die Verurtheilung; Antiph. 1, 3; D. Cass. 36, 21.
2 καταψήφισις