-
1 κατα-φρύσσω
κατα-φρύσσω, att. - φρύττω, dasselbe, Sp.
-
2 καταφρύγω,
κατα-φρύγω, u. κατα-φρύσσω, zerreißen; ausdörren (von der Fieberhitze) -
3 καταφρύσσω
κατα-φρύγω, u. κατα-φρύσσω, zerreißen; ausdörren (von der Fieberhitze)
См. также в других словарях:
φρύγω — ΝΜΑ, και φρύττω ΜΑ, και φρύσσω Α φρυγανίζω, ξεροψήνω, καβουρντίζω (α. «φρυγμένα σύκα» β. «φρυγέντα καρπόν», Γεωπ. γ. «φρυγομένων ἐρεβίνθων», Γαλ.) αρχ. 1. (για τον ήλιο) ξηραίνω με την θερμότητά μου («σκιερὴν δ ὑπὸ φηγὸν ἡελίου φρύγοντος… … Dictionary of Greek