-
1 κατα-φλέγω
κατα-φλέγω, niederbrennen, verbrennen; πάντα καταφλέξω πυρί Il. 22, 512; Hes. Sc. 18; Sp., wie Plut. Caes. 68; Alcaeus 4 (V, 10) von der Liebe; so übertr. a. Sp., die auch das pass. haben.
-
2 συγ-κατα-φλέγω
συγ-κατα-φλέγω, mit od. zugleich verbrennen, Luc. Nigr. 30.
-
3 ἐγ-κατα-φλέγω
ἐγ-κατα-φλέγω, darin verbrennen. Geop.
-
4 φλέγω
Aφλέξω S.Fr.1128.5
, A.R.3.582, LXX De.32.22, etc.: [tense] aor. (lyr.):—[voice] Pass., [tense] fut. φλεγήσομαι ([etym.] συμ-) J.BJ7.8.5: in 4.6.3 the readings κατα-φλέξεσθαι, -φλεχθήσεσθαι, and - φλεγήσεσθαι are found in codd.;κατα-φλεχθήσεται Ach.Tat.Intr.Arat. p.61M.
: [tense] aor.ἐφλέχθην Hom.Epigr.14.23
, ([etym.] κατ-) Th.4.133: [tense] aor. 2 ἐφλεγην ([etym.] ἀν-) Luc.DDeor.9.2, ([etym.] ἐξ-) AP12.178 (Strat.): [tense] pf.πέφλεγμαι Lyc.806
.A trans., burn, burn up, Il.21.13;πυρί <με> φλέξον A.Pr. 582
(lyr.);φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα Id.Pers. 364
, cf. 504:—[voice] Pass., take fire, blaze up,ῥέεθρα πυρὶ φλέγετο Il.21.365
, cf. BMus.Inscr.1036 (Caria, ii/i B. C.).2 [voice] Pass., to be inflamed,κάεσθαί τε καὶ φ. Pl. Ti. 85b
;ἡ πεφλεγμένη ποδαλγία PLond.5.1676.16
(vi A. D.).3 metaph., kindle, inflame with passion,Ἄρεα.. ὃς.. φλέγει με OT192
(lyr.), cf. Mosch.Fr.2.3, AP5.122 (Phld.), 287 (Paul.Sil.);αἷμα δάϊον φ. E.Ph. 241
(lyr.):—[voice] Pass., burn with passion, S.OC 1695 (lyr.), Ar.Nu. 992 (anap.), Pl.Chrm. 155d; ;ὑπὸ τοῦ πάθους D.H.11.28
;ὑπὸ δίψης Id.9.66
;ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Ael.NA14.27
;ἐπί τινι Id.Fr.52
.II light up,φ. λαμπάσι τόδ' ἱερόν E.Tr. 309
(lyr.); Ζεὺς διὰ χερὸς βέλος φλέγων making it blaze or flash, A.Th. 513;πυρὸς φλέξον μένος Trag.Adesp.90
: metaph., ἄταν οὐρανίαν φλέγων letting the flame of mischief blaze up to heaven, S.Aj. 195 (lyr.):—[voice] Pass., blaze up, burst or break forth,βωμοὶ δώροισι φλέγονται A.Ag.91
(anap.): metaph.,ὕμνοι φλέγονται B.Fr.3.12
.2 metaph., makeillustrious or famous,σὲ φλέγοντι Χάριτες Pi.P.5.45
:— [voice] Pass., to be or become so, ἀρεταῖς, Μοίσαις φλέγεσθαι, Id.N.10.2, I.7 (6).23.B intr., burn, blaze, of fire, torches, etc., A.Ag. 308, Th. 433, S.Aj. 1278; of lightning, Id.OC 1467 (lyr.); of the sun, Id.Aj. 673; : of armour, flash,νέφος ἀσπίδων φ. E.Ph. 251
(lyr.);ἄνθεμα χρυσοῦφλέγει Pi.O.2.72
;γυναικὸς φλέγων ὀφθαλμός A.Fr. 243
; of fire-breathing bulls,φλέγει δὲ μυκτήρ S.Fr. 336
.2 metaph., burst or break forth, of passion,θυμὸς ἀνδρεία φλέγων A.Th.52
, cf. 287;φ. λύσσῃ Ar.Th. 680
(lyr.); of grief, A.R.3.773.3 shine forth, become famous, Pi.N.6.38.—Poet. in early writers, exc. Pl. ll. cc. (Cf. Lat. fulgeo, flagro, flamma, Lett. blāzma 'glare of light or fire'.) -
5 φλέγω
a trans., make radiant, illuminateἈλεξιβιάδα, σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες P. 5.45
φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν (sc. Ἄργος) N. 10.2 φλέγεται δ' ἰοπλόκοισι Μοίσαις (sc. Στρεψιάδας) I. 7.23b intrans., be radiantἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει O. 2.72
παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν (sc. Καλλίας) N. 6.38ὁ δὲ καλὸν τι πονήσαις εὐαγορίαισι φλέγει Pae. 2.67
c fragg., πεδὰ στόμα φλέγει ( ἀντὶ τοῦ κατὰ στόμα, Eustath.) fr. 26. ]ν' ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
d in tmesis, ἐν δ' ἔφλεξεν (v. ἐμφλέγω) O. 10.74 -
6 καταφλέγω
Aφλέξω Il.22.512
: [tense] aor. - έφλεξα Hes.Sc.18:— burn up, consume, πυρί Il.cc., cf. Arist.Mu. 400a31 (v.l. προς-), Plu. Caes.68, Diog.Oen.38, etc.; of a caustic drug, Paul.Aeg.6.31: metaph., of love,θεὸς ἄνδρα κ. AP5.9
(Alc.):—[voice] Pass., to be burnt, [tense] aor. 1 - εφλέχθην Th.4.133, D.S.8 Fr.11, Philostr.VA8.15: [tense] aor. 2 - εφλέγην J.AJ13.4.4, D.Chr.46.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφλέγω
-
7 καταφλέγω
κατα-φλέγω, fut. - ξω: burn up, consume; πυρί, Il. 22.512†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καταφλέγω
-
8 καταφλέγω
κατα-φλέγω, niederbrennen, verbrennen; von der Liebe -
9 καταφλεγω
-
10 ἐγκαταφλέγω
-
11 συγκαταφλέγω
συγ-κατα-φλέγω, mit od. zugleich verbrennen -
12 φλόξ
A flame of fire, Od.24.71, etc.;δεινὴ δὲ φλὸξ ὦρτο θεείου καιομένοιο Il.8.135
;τῆς δὲ [νηὸς] κατ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ 16.123
; ; more fully,φλὸξ Ἡφαίστοιο Il.17.88
, Od. l.c.;πυρός Pi.P.4.225
, E.Ba.8, Heracl. 914 (lyr.), Pl.Ti. 83b, etc. (but alsoφλογὸς αἰθέριον πῦρ Parm.8.56
); φλογὸς σπέρμα, of live charcoal, Pi.O.7.48; ἀναιθύσσειν, θύειν, E.Tr. 344, IT 1331; ἐγείρειν, παρακαλεῖν, X. Smp.2.24, Cyr.7.5.23;ἐμβαλεῖν τινι E.Alc.4
, Rh. 120;σβέσαι Th.2.77
;φ. ἀπέσσυτο Hes.Th. 859
;ἀπορρέουσα Pl.Ti. 67c
; φλογὸς ἀποσβεσθείσης ib. 58c: later in pl., flames, meteors, Arist.Mete. 341b2, Mu. 392b3, 400a30, Orph.L. 178, Nic.Fr.74.48.3 of other kinds of flame, φ. κεραυνία, οὐρανία, of lightning, A.Pr. 1017, E.Med. 144 (anap.); of the heat of the sun, A.Pr.22, Pers. 505, S.Tr. 696; flash of a miraculous cloud, Il.18.206; of precious stones,ψυχρὰ φ. Pi.Fr. 123.5
; the blade of a sword, LXX Jd.3.22, Aq., Thd.1 Ki.17.7.4 in similes and metaphors, φλογὶ εἴκελος, ἶσος, of fiery warriors, Il.13.330, 39; φ. οἴνου the fiery strength of wine, E.Alc. 758;φ. πήματος S.OT 166
(lyr.).II wallflower, Cheiranthus Cheiri, Thphr.HP6.6.2.
См. также в других словарях:
ευκατάφλεκτος — εὐκατάφλεκτος, ον (Α) αυτός που καταφλέγεται εύκολα, ο εύφλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φλεκτος (< κατα φλέγω)] … Dictionary of Greek
φλέγος — ους, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φλέγος τὸ φλέγμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε ος (για τη μορφή φλεγεσ τού θ., στην οποία οδηγεί το σιγμόληκτο ουδ., βλ. και λ. φλέγω)] … Dictionary of Greek
φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… … Dictionary of Greek
φλεγμός — ὁ, Α 1. φλογμός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ αἷμα» 3. μτφ. το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγμ τού θ. βλ. λ. φλέγω) + κατάλ. ος] … Dictionary of Greek
φλεγυρός — ά, όν, Α 1. φλογερός 2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης β) πιθ. περίφημος, ονομαστός 3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ τού θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα ρός (πρβλ. ψυχ ρός)] … Dictionary of Greek
χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… … Dictionary of Greek
καταίφλεξ — καταίφλεξ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που καίει με θερμότητα, που κατακαίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταί (ποιητ. τ. τού κατά) + φλεξ (< φλέγω), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.] … Dictionary of Greek
κρουσιφλεγής — ές και κρουσίφλογος, η, ο αυτός που αναφλέγεται κατά την κρούση («κρουσιφλεγής οβίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρουσιφλεγής < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσ ις) + φλεγής (< φλέγω), πρβλ. κοσμο φλεγής, πυρι φλεγής, ενώ ο τ. κρουσίφλογος < θ.… … Dictionary of Greek
πυριφλεγέθων — Ένας, κατά την αρχαία μυθολογία, από τους τρεις ποταμούς του Άδη. Ενώ ο Κωκυτός και ο Αχέρων ήταν οι ποταμοί των στεναγμών, ο Π. ήταν ο ποταμός της φωτιάς. Ο Όμηρος τον αναφέρει στην Οδύσσεια και ο Πλάτων στον Φαίδωνα. Ο Πλάτων μάλιστα,… … Dictionary of Greek
σχέθω — Α (αμάρτυρος τ. που κατά τους γραμματικούς είναι δ.τ. τού ρ. ἔχω) 1. κρατώ κάτι στερεά 2. ἔχω 3. αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ 4. αντέχω, βαστώ («μέγα δ ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ ἄρ ὀχῆες ἐσχεθέτην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ.… … Dictionary of Greek
φλέξις — (I) εως, ἡ, Α [φλέγω] καύση, καύμα. (II) ιδος, ἡ, Α ονομασία άγνωστου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέξις (Ι), κατά τα θηλ. σε ις, ιδος] … Dictionary of Greek