-
1 κατα-φθείρω
κατα-φθείρω, verderben, vernichten; δαίμων τις κατέφϑειρε στρατόν Aesch. Pers. 337; κατέφϑαρται ὄλβος 247, wie λαὸς δορί 715; καταφϑεῖραι πόλιν Soph. O. R. 331; καταφϑαρεὶς τὸν βίον Men. b. Harpocr. v. ματρυλεῖον; in Prosa, Plat. Legg. III, 697 d; Pol. 2, 64, 3; ἐν πενίᾳ καὶ νόσοις καταφϑείρεσϑαι Luc. Iup. tr. 19.
-
2 συγ-κατα-φθείρω
συγ-κατα-φθείρω, mit verderben, τοὺς στρατιώτας, Pol. 9, 26, 6.
-
3 κατα-δια-φθείρω
κατα-δια-φθείρω, verstärktes διαφϑείρω; Eupolis bei Zon.; Luc. Tim. 44, v. l.
-
4 φθείρω
φθείρω, [dialect] Aeol. [full] φθέρρω Hdn.Gr.2.303, al.; Arc. [full] φθήρω IG5(2).6.17 (Tegea, iv B. C.): [dialect] Ion. [tense] impf. φθείρεσκε ([etym.] δια-) Hdt.1.36: [tense] fut.Aφθερῶ X.HG7.2.11
, ([etym.] δια-) A.Ag. 1266, etc.; [dialect] Ion. φθερέω ([etym.] δια-) Hdt. 5.51; [dialect] Ep. φθέρσω ([etym.] δια-) Il.13.625: [tense] aor. 1 (troch.), X.HG7.2.4; poet.ἔφθερσα Lyc.1402
; Arc. [ per.] 3sg. opt. (?)φθέραι IG5(2).6.8
(Tegea, iv B. C.): [tense] pf.ἔφθαρκα Din.1.64
, ([etym.] δι-) E.Med. 226; Arc. part.ἐφθορκώς IG5(2).6.10
(Tegea, iv B. C.): —[voice] Med., [tense] fut. φθεροῦμαι (in pass. sense) S.OT 272, E.Andr. 708, Th.7.48; [dialect] Ion. φθερέομαι ([etym.] δια-) Hdt.8.108 (v.l. δια-φθαρέεται), 9.42 (vv. ll. δια-φθαρέονται, δια-φθορεῦνται); laterφθαροῦμαι Archig.
ap. Orib.8.23.5:— [voice] Pass., [tense] fut.φθᾰρήσομαι Hp.VM13
, Arist.Metaph. 1066b30, Epicur.Ep. 1p.7U., ([etym.] δια-) E.Hec. 802, etc., [dialect] Dor.- ησοῦμαι Ti.Locr.94d
: [tense] aor. ἐφθάρην [ᾰ] S.OT 1502, Th.7.13, Pl.Lg. 708c; poet. [ per.] 3pl.ἔφθαρεν Pi.P. 3.36
: also part.κατα-φθερείς Epich.35.13
: [tense] pf. , [ per.] 3pl.ἐφθάραται Th.3.13
; inf. , ([etym.] δι-) Is.9.37, [dialect] Aeol.ἔφθορθαι Eust.790.8
: [tense] plpf. [ per.] 3pl.ἐφθάρατο App.BC3.15
, ([etym.] δι-) Hdt.8.90. The compd. διαφθείρω is much more freq. than the simple Verb:— destroy things,μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες Od. 17.246
; φ. τῶν Συρίων τοὺς κλήρους waste them, Hdt.1.76, cf. X.HG 7.2.11, An.4.7.20;τοὺς θεῶν νόμους S.Aj. 1344
; τὰς ναῦς v. l. in Th. 2.91;τὴν πόλιν καὶ νόμους Pl.Lg. 958c
, cf. X.Mem.1.5.3;εὐδαιμονίαν Din.
l. c.;ἔμβρυα Dsc.2.163
;τὸ συλληφθέν Sor.1.60
(also abs., miscarry, ib.59); τὸν κοινὸν οἶκον Mitteis Chr.284.11 (ii B. C.): —[voice] Pass., to be destroyed, S.Aj.25, etc.;ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται Arist.EN 1103b8
;εἰς τὸ μὴ ὂν φ.
pass away, cease to be,Epicur.
Ep.1p.5U.;δυὰς προσθέσει μονάδος εἰς τριάδα φθείρεται μηκέτι μένουσα δυάς Ph.2.509
; of animals, perish, PStrassb.24.15 (ii A. D.).2 of persons, μαψαῦραι... ναύτας φ. destroy them, Hes.Th. 876 (but perh. only [voice] Act. of signf. 11.4); (troch.), Ag. 652:—[voice] Pass., Id.Pers. 272, 283(lyr.);γειτόνων πολλοὶ ἁμᾷ.. ἔφθαρεν Pi.P.3.36
;νόσῳ ἐφθάραται Ἀθηναῖοι Th.3.13
, cf. 7.48;πρόρριζον ἔφθαρται γένος S.El. 765
; ἔφθαρμαι I am undone! Men. Her.13;μὴφθαρῶσιν PMich.Zen.80.4
(iii B. C.).3 corrupt, bribe, τινα D.S.4.73; lure, entice, trap, (s. v. l.); entices to its ruin, entraps,Trag.Adesp.
484 (s. v.l.); pervert, :—[voice] Pass., v. infr. 11.3.b seduce a woman,ὑπὸ τῆς θυγατρὸς ἀδικούμενον καὶ Διονυσίου τοῦ φθείραντος αὐτὴν κιναίδου PEnteux.26.11
(iii B. C.):—[voice] Pass., E.Fr. 485, D.Chr.11.153 (but not [dialect] Att. acc. to Phryn.53, Moer.p.103 P.), Artem.5.17.4 ruin, spoil, ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ' ὑφάς, of one who treads on rich carpets, A.Ag. 949; βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, of blood, Id.Ch. 1013; of a poison,ὧνπερ ἂν θίγῃ, φθείρει τὰ πάντα S.Tr. 716
;φαρμάκων φθείρειν πεφυκότων τὰ σώματα Gal.15.541
; δούλην (wet-nurse)μὴ φθείρουσαν τὸ γάλα BGU1058.29
(i B. C.), cf. Sor.1.88; τοῦ σώματος (sc. τῶν νοσούντων) φθείροντος τὸ θρέψαι δυνάμενον ib.90, cf. 63, al.5τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων οἱ βαφεῖς φθείρεσθαι καὶ φθοράν τὴν μῖξιν ὀνομάζουσιν Plu.2.393c
(whereμιαίνω 1
is compared).II [voice] Pass. (cf. supr. 1.1, 2),1 φθείρεσθε (as a curse) may you perish! ruin take you! Il.21.128, Sannyr. 10; φθείρου as an imprecation, go to the devil! be off! Ar.Ach. 460, Pl. 598, 610(anap.), E.Fr. 610;ἐκποδὼν ἡμῖν φθείρεσθε Herod.6.16
:c. gen., φθείρεσθε τῆσδε off from her! unhand her, let her go, E.Andr. 715 (so in [tense] fut. indic., εἰ μὴ φθερῇ τῆσδ' ὡς τάχιστ' ἀπὸ στέγης if thou dost not depart... ib. 708).b with a Prep., φθείρεσθαι πρὸς τοὺς πλουσίους, of hangers-on and flatterers, D.21.139, cf. Plu.Phoc.21, Eum. 14, Ant.24;εἰς ἡδονὰς ἀπὸ.. πόνων Anon.
ap. Stob.4.31.84;ἀκούω σε λυρῳδοῦ γυναικὸς ἐρᾶν καὶ εἰς ἐκείνης φθειρόμενον πᾶσαν τὴν ἐφήμερον ἄγραν κατατίθεσθαι Alciphr.1.18
.3 to be morally corrupted,ἐφθάρη ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ θεοῦ LXXGe.6.11
, cf. Ho.9.9, al.;ἔστι ἐν Ἀλεξανδρείᾳ σκηνῶν ἐν τοῖς Ἀριστοβούλου φθειρόμενος PCair.Zen.37.7
(iii B. C.); φθαρεὶς Εὔτυχος ὑπὸ τῆς Ἀρσινόης ib.620.7 (iii B. C.); but ἐν Σικυωνίαι ἐφθαρμένους is f.l. for ἐν Σικυῶνι διεφθ. (cj. Sintenis) in Plu.Arat.40.4 of seafarers, wander, drift (cf. supr. 1.2,πολύφθορος 11.2
,φθορά 8
),πόσον χρόνον πόντου 'πὶ νώτοις ἅλιον ἐφθείρου πλάνον; E.Hel. 774
; ναυτίλους ἐφθαρμένους sailors driven out of their course, Id.IT 276; ; of shipwrecked persons, νεῶν ( ἐκ νεῶν Elmsl.) ; also of travellers or wanderers by land, οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον (v.l. τόπον) E.El. 234;ὁ Μενέλαος χρόνον πολὺν ἐφθείρετο πανταχόσε τῆς Ἐλλάδος D.Chr.7.95
; οὐδὲν δεῖ φθείρεσθαι περιόντα ( = περιιόντα)τὴν ἀρχὴν ἅπασαν Aristid.Or.26(14).33
; J.;τῶν μετοίκων τῶν ἐξ Ἑρμιόνης οὐκ οἶδ' ὅπως εἰς Πειραιᾶ φθαρέντων Alciphr. 1.13
; μὴ περιΐδῃς ἀγαθοὺς γείτονας εἰς στενὸν τοῦ καιροῦ φθειρομένους ib.24; [Ἀλέξανδρον] ὑπὲρ τὸν Ἰνδὸν κτλ. φθειρόμενον Arr.An.7.4.2
; φθαρῆναι εἰς βάρβαρα ἔθνη ( ἐν βαρβάροις ἔθνεσι or ἔθεσι codd.) Phalar. Ep.49; φθαρέντων ἐς ἀλλήλους falling foul of one another, App. Praef.10 (s. v. l.).5 of women, χέρσους φθαρῆναι pine away in barrenness, S.OT 1502, cf. El. 1181 (unless wander, cf. supr. 11.4). (Cf. Skt. ksárati 'flow', later 'wane, perish', Avest. γζ?φθείρωXαρ- and ζ?φθείρωXγαρ- 'flow'.) -
5 φθείρω
φθείρω fut. φθερῶ; 1 aor. ἔφθειρα. Pass.: 2 fut. φθαρήσομαι; 2 aor. ἐφθάρην; pf. ἔφθαρμαι, ptc. ἐφθαρμένος (Hom.+; ins, pap, LXX, TestJob 33:4; Test12Patr; ParJer 7:26; Philo, Ar., Just., Tat.) gener. ‘destroy, ruin’① to cause harm to in a physical manner or in outward circumstances, destroy, ruin, corrupt, spoilⓐ ruin financially τινά someone, so perh. 2 Cor 7:2 (s. 2a below).ⓑ The expr. εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ φθείρει 1 Cor 3:17 seems to be derived fr. the idea of the destruction of a house (X., Mem. 1, 5, 3 τὸν οἶκον τὸν ἐαυτοῦ φθείρειν. Oft in marriage contracts: Mitt-Wilck. I/2, 284, 11 [II B.C.]; PTebt 104, 29 [92 B.C.] et al.).ⓒ seduce a virgin (Eur. et al.; Demetr.: 722 Fgm. 1, 9 Jac.; Diod S 1, 23, 4; Jos., Ant. 4, 252; Just., A I, 9, 4) οὐθὲ Εὔα φθείρεται, ἀλλὰ παρθένος πιστεύεται nor is Eve corrupted; instead, a virgin is trusted Dg 12:8 (πιστεύω 1f).ⓓ pass. be ruined, be doomed to destruction by earthly transitoriness or otherw. (Epict. 2, 5, 12 τὸ γενόμενον καὶ φθαρῆναι δεῖ; TestJob 33:4 ἡ δόξα αὐτοῦ [τοῦ κόσμου] φθαρήσεται; Just., A II, 11, 5 κάλλει τῷ ῥέοντι καὶ φθειρομένῳ) of cultic images Dg 2:4. Of a man bowed down by old age αὐτοῦ τὸ πνεῦμα τὸ ἤδη ἐφθαρμένον ἀπὸ τῶν προτέρων αὐτοῦ πράξεων his spirit, which had already degenerated from its former condition (s. πρᾶξις 6) Hv 3, 12, 2 (cp. Ocellus [II B.C.] c. 23 Harder [1926] φθείρονται ἐξ ἀλλήλων).② to cause deterioration of the inner life, ruin, corruptⓐ ruin or corrupt τινά someone, by erroneous teaching or immorality, so perh. 2 Cor 7:2 (s. 1a above). ἥτις ἔφθειρεν τὴν γῆν (=τοὺς ἀνθρώπους; see γῆ 2) ἐν τῇ πορνείᾳ αὐτῆς Rv 19:2. Pass. (UPZ 20, 17 [163 B.C.]; TestJud 19:4 ἐν ἁμαρτίαις φθαρείς) τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας Eph 4:22. Cp. Hs 8, 9, 3 v.l.ⓑ ruin or corrupt τὶ someth. by misleading tactics πίστιν θεοῦ ἐν κακῇ διδασκαλίᾳ IEph 16:2. The ἐκκλησία (opp. τηρεῖν) 2 Cl 14:3ab. On φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί 1 Cor 15:33 cp. ἦθος. Pass. be led astray (Jos., Bell. 4, 510) μήπως φθαρῇ τὰ νοήματα ὑμῶν ἀπὸ τῆς ἀπλότητος (νόημα 2) 2 Cor 11:3 (φθ. of the seduction of a virgin, s. 1c above).③ to inflict punishment, destroy in the sense ‘punish w. eternal destruction’ 1 Cor 3:17b (=‘punish by destroying’ as Jer 13:9). Pass. 2 Pt 2:12; Jd 10. ἔφθαρται (w. ἀπώλετο) IPol 5:2.④ break rules of a contest, violate rules, ἀγῶνα φθείρειν t.t. (SIG 1076, 3) 2 Cl 7:4; cp. vs. 5 (here in imagery).—B. 758. DELG. M-M. TW. -
6 καταφθείρω
κατα-φθείρω, verderben, vernichten -
7 καταφθειρω
1) губить, уничтожать(στρατόν, λαὸς πᾶς κατέφθαρται δορί Aesch.; πόλιν Soph.; ἔργα τινός Theocr.)
; pass. гибнуть(ἐν πενίᾳ καὴ νόσοις Luc.; κατεφθαρμένη χώρα Plut.)
2) развращать -
8 συγκαταφθείρω
-
9 сбить
собью, собьшь, προστκ. сбей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сбитый, βρ: -сбит, -а, -о.1. καταρρίπτω χτυπώντας•сбить яблоки с ветки ρίχνω κάτω τα μήλα από το κλαδί•
сбить человека с ног ρίχνω κάμω τον άνθρωπο (στεκόμενοη βαδίζοντα)•
сбить самолт καταρρίπτω αεροπλάνο.
|| αποσπώ• σπάζω•сбить замок с двери σπάζω την κλείδων ιά της πόρτας.
|| απωθώ, εκδιώκω, βγάζω•сбить полк с позиции βγάζω το σύνταγμα από τις θέσεις (που κατέχει),
2. φθείρω, χαλνώ με το χτύπημα, το βάδισμα•сбить каблук χαλνώ το τακούνι•
сбить подковы φθείρω τα πέταλα.
|| γρατσουνιζω, εκδέρω.3. κινώ, κουνώ, μετακινώ με χτύπημα ή σπρώξιμο. || χαλνώ, ανατρέπω•сбить прицель χαλνώ τη σκόπευση•
сбить планы χαλνώ τα σχέδια.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτρέπω• παρεκκλίνω•сбить с дороги εκτρέπω της οδού.
5. (για σκέψη, συνομιλία)• στρέφω, γυρίζω αλλού.6. μπερδεύω, συγχύζω• περιπλέκω•сбить на допросе μπερδεύω κατά την ανάκριση•
на экзамене μπερδεύω στην εξέταση.
7. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• χαμηλώνω, κατεβάζω•сбить температуру жаропонижающими средствами κατεβάζω τον πυρετό με αντ ιπυρετικά φάρμακα.
|| χτυπώ., προκαλώ πτώση•сбить цену χτυπώ την τιμή.
8. συνενώνω, συνδέω, καρφώνω, κάνω, σκαρώνω•сбить полы φτιάχνω πατώματα•
сбить ящик из досок φτιάχνω κιβώτιο από σανίδια.
9. μαζεύω, συγκεντρώνω•сбить всех в кучу συγκεντρώνω όλους σωρό.
|| δημιουργώ• οργανώνω, ιδρύω. || (απλ.) αποταμιεύω, μαζεύω, οικονομώ.10. χτυπώ, δέρνω•сбить желтки χτυπώ τους κρόκους.
|| (για μαλλιά)• ανακατώνω.11. εξάγω, βγάζω•сбить масло βγάζω βούτυρο (χτυπώντας το γάλα).
|| ετοιμάζω, φτιάχνω•сбить шерсть ξένω το μαλλί•
сбить печь φτιάχνω φούρνο.
εκφρ.сбить спесь (гонор, форс – κ.τ.τ.) с кого κόβω τη φόρα (τον αέρα) κάποιου (ταπεινώνω)•сбить с пути – βγάζω κάποιον από το σωστό δρόμο.1. μετακινούμαι, ξεφεύγω (από τη θέση)•бинт -лся ο επίδεσμος ξέφυγε•
галстук -лся η γραβάτα ξέφυγε (στράβωσε)•
шляпа -лась на бок η ρεμπούμπλικα έκλινε πλάγια•
пристрелка орудия -лась η σκόπευση του πυροβόλου ξέφυγε.
|| αποτυχαίνω•дело -лось η υπόθεση απέτυχε (χάθηκε).
2. χτυπιέμαι, βλάπτομαι• αχρηστεύομαι. || φθείρομαι• στραβοπατιέμαι.3. ξεστρατίζομαι, ξεφεύγω από το δρόμο, παραστρατώ• περιπλανιέμαι•сбить с дороги ξεστρατίζομαι,.
ξεφεύγω, παρεκκλίνω (από το θέμα κ.τ.τ.).4. περνώ, γίνομαι, καθίσταμαι• μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι.5. μπερδεύομαι, συγχύζομαι, τα χάνω•он -лся на экзаменах αυτός τά χασέ στις εξετάσεις.
6. στριμώχνομαι, συνωστίζομαι, συνωθούμαι. || ιδρύομαι, δημιουργούμαι, σχηματίζομαι• οργανώνομαι. || (για μέσα, χρήματα) μαζεύομαι• αποταμιεύομαι.7. (για ρευστά) πηχτώνω από το χτύπημα. || (για μαλλιά) ανακατεύομαι.εκφρ.сбить с ног – μου κόβονται τα πόδια (από την κούραση)•сбить с ноги – χάνω το βήμα (κατά το βηματισμό)•сбить с пути – ξεφεύγω από τον κανονικό δρόμο, παίρνω άσχημο δρόμο. -
10 свернуть
-ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. περιτυλίγω•свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.
2. στρίβω, συστρέφω•свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.
3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.
|| καταργώ προσωρινά.4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.5. στρίβω, στρέφω, κόβω•свернуть налево κόβω αριστερά.
6. μτφ. αλλάζω•свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.
7. στρέφω•свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.
|| εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.
8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.
9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•
свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.
εκφρ.свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.
2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•кровь -лась το αίμα έπηξε•
молоко -лось το γάλα έκοψε.
3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.5. καταργούμαι προσωρινά.6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).7. στραβώνω από το χτύπημα.8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.
9. πεθαίνω (από αρρώστεια).10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο). -
11 растрачивать
растра||чиватьнесов1. (незаконно расходовать) καταχρώμαι, κάνω κατάχρηση·2. (расходовать) ξοδεύω/ (κατα)σπαταλῶ, ἀνεμοσκορπίζω (проматывать) / перен καταστρέφω, χαλνώ ἄσκοπα:\растрачиватьчивать свое здоровье καταστρέφω (или φθείρω) τήν ὑγεία μου. -
12 ἀναφθείρομαι
II to be frustrated, PTeb.24.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφθείρομαι
-
13 μείρομαι
Grammatical information: v.Meaning: `get as share' (I 616), `divide' (Arat. 1054).Other forms: perf. act. 3. sg. ἔμμορε `got as share' (Il.), 3. pl. ἐμμόραντι τετεύχασι H., later also ἔμμορες, - ον (A. R., Nic.; s. below), μεμόρηκα (Nic.); perf. a. ppf. 3. sg. εἵμαρται, - το `is (was) decided by fate' (Il.), ptc., esp. in fem. εἱμαρμένη `fate' (IA.); Aeol. ἐμμόρμενον (Alc.), Dor. ἔμβραται εἵμαρται, ἐμβραμένα εἱμαρμένη H.; also (through innovation) βεβραμένων εἱμαρμένων H., μεμόρ-ηται, - ημένος (Man., AP).Compounds: Also with ἀπο- (Hes. Op. 578), ἐπι- (Vett.Val. 346, 6). As 2. member e.g. in κάμ-μορος ( κά-σμορος), ἤ-μορος; s. v.Derivatives: Several derivv., which however mostly have an independent position as opposed to the disappearing verb 1. μέρος n. `share etc.', s. v. -- 2. μόρος m. `fate, (fate of) death, violent death' (Il.; cf. Leumann Hom. Wörter 305 m. n. 75), `share, share of ground', also as land-measure (Mytilene, Western Locris). Diminut. of this μόριον n. `share, part, member of the body' (IA.), math. `fraction, denominator' with μοριασμός, - στικός (: *μοριάζω; Ptol., sch.), further the adj. μόριμος `by fate destined' (Y 302, Pi., A.), μόριος `belonging to de deathfate' (AP), prob. also μορίαι ( ἐλαῖαι), s. v., μορόεις `deathly' (Nic.). --3. μόρα f. name of a Lacon. section of troops (X.; on the accent Chantraine Form. 20). -- 4. μοῖρα f. `part, piece, piece of ground, share, degree, fate, (evil or good) fate, death-fate', also personified `goddess of fate' (Il.); compp., e.g. μοιρη-γενής `fate-, child of happiness' (Γ182; s. Bechtel Lex. s. v., v. Wilamowitz Glaube 1, 362; - η- anal.-metr. lengthening), εὔ-μοιρος `favoured' (B., Pl.). From this μοιρ-άδιος `destined by fate' (S. OC 228 cod. Laur.), - ίδιος `id.' (Pi., S.), - αῖος `belonging to fate' (Man.), - ιαῖος `measuring a degree' (Ptol., Procl.). - ικός, - ικῶς `acc. to degree' (Ptol., Vett.Val.); μοιρίς f. `half' (Nic.); μοιρ-άομαι, - αω `divide, be awarded one's share, share' (A., A. R.), - άζω = - άω (Anon. in Rh.). On μοῖρα and μόρος in gen. Nilsson Gr. Rel. 1, 361ff. -- 5. μορτή, Dor. - τά `share of the farmer' (Poll., Eust., H.). -- 6. μόρσιμος `destined by fate'; s. v.Etymology: The perfectforms Aeol. ἔμμορε (later taken as aor. 2, whence ἔμμορες, - ον) and Ion. εἵμαρται can be explained from *sé-smor-e resp. *sé-smr̥-tai (Schwyzer 769, Chantraine Gramm. hom. 1, 174 f., 184); here the full grade yot-present μείρομαι \< *smér-i̯o-mai (Schw. 715); cf. e.g. φθείρω: ἔφθορα: ἔφθαρμαι. Init. sm- is seen also elsewhere, e.g. ἄ-μμορος, κατὰ μμοῖραν. -- Corresponding forms are nowhere found. Cognate may be the diff. built Lat. mereō, - ēre, - eor, - ērī `earn, acquire' (prop. *'get your share, acquire'?), which may also have sm- and may be identical with the yot-present in μείρομαι. Uncertain is the meaning of Hitt. marriya- ('break in pieces, make small'?), cf. Benveniste BSL 33, 140, Kronasser Studies Whatmough 122; we would have to assume an s-less variant. Hypothetic is the connection with the group of μέριμνα (Solmsen Wortforsch. 40 f. WP. 2, 690, Pok. 970, W.-Hofmann s. mereō. -- Of the nominal derivv. only μοῖρα requires a special explanation: one may start as well from an ο-stem μόρος as from an older consonant-stem *μορ- (Schwyzer 474). The o-vowel could be an Aeolic zero grade.Page in Frisk: 2,196-197Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μείρομαι
См. также в других словарях:
ευκατάφθαρτος — εὐκατάφθαρτος, ον (Μ) αυτός που φθείρεται, που αλλοιώνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα φθαρτος (< κατα φθείρω)] … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
δαπάνη — Όρος στην οικονομία, που δηλώνει τις διάφορες μορφές με τις οποίες τα άτομα, οι επιχειρήσεις και οι δημόσιοι οργανισμοί χρησιμοποιούν τα εισοδήματα που διαθέτουν. Ανάλογα με τα αγαθά που αποκτώνται, οι δ. διακρίνονται σε δ. κατανάλωσης, οι οποίες … Dictionary of Greek
μαραίνω — (AM μαραίνω) 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.) 2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του,… … Dictionary of Greek
ρωδίγξ — και ῥώτιγξ, ιγγος, ἡ, Α στον πληθ. ῥώδιγγες και ῥώτιγγες (κατά τον Ησύχ.) «πληγαὶ ὕφαιμοι διακεκομμέναι, οἱ δὲ μώλωπες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. στρόφ ιγξ, φόρμ ιγξ). Κατά μία άποψη, ο τ.… … Dictionary of Greek
σμορδούν — Α (κατά τον Ησύχ.) «συνουσιάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος, άγνωστης ετυμολ. που ανήκει στο ερωτικό λεξιλόγιο. Ο τ. σμορδοῦν (πιθ. < *σμόρδος) καθώς και ο τ. σμόρδωνες ανάγονται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smerd «μυρίζω άσχημα, βρομώ» (πρβλ. λιθουαν … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek