-
1 κατα-φθατέομαι
κατα-φθατέομαι, darüber hineilen (φϑάνω); γῆν καταφϑατουμένη Aesch. Eum. 376, nach Emend. für βοὴν τὴν καταφϑατουμένην, was der Schol. καταφϑάνουσαν erkl.
-
2 καταφθατέομαι
1 κατα-φθατέομαι
κατα-φθατέομαι, darüber hineilen (φϑάνω); γῆν καταφϑατουμένη Aesch. Eum. 376, nach Emend. für βοὴν τὴν καταφϑατουμένην, was der Schol. καταφϑάνουσαν erkl.
2 καταφθατέομαι