-
1 καταφημιζω
дор. καταφᾱμίζω1) распространять, распускать слух Pind.καταπεφήμισται Polyb. — ходит слух
2) предназначать, посвящать(τοῖς θεοῖς Polyb., Plut.; θρόνος Ἀλεξάνδρῳ καταπεφημισμένος Plut.)
3) бранить, укорять Plut.
См. также в других словарях:
κλέω — κλέω, επικ. τ. κλείω (Α) 1. λέγω για κάποιον ή για κάτι, γνωστοποιώ κάτι, φημίζω, ψάλλω, εγκωμιάζω κάτι («ἔργ ἀνδρῶν... τά τε κλείουσιν ἀοιδοί», Ομ. Οδ.) 2. καλώ, ονομάζω («ἐνθα περ ἀκταί κλείονται Παγασαί Μαγνήτιδες», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
φημισμός — ὁ, Α [φημίζω] (κατά το λεξ. Σούδα) φήμη … Dictionary of Greek