Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κατα-φερής

См. также в других словарях:

  • προφερής — ές, Α 1. αυτός που τοποθετείται μπροστά από τους άλλους, που υπερέχει ως προς την ηλικία, την αξία, το κύρος («ἀλλάων προφερής τ ἧν πρεσβυτάτη τε», Ησίοδ.) 2. αυτός που είναι νέος αλλά φαίνεται μεγαλύτερος («οὗτος δὲ προφερὴς καὶ καλὸς καὶ ἀγαθὸς …   Dictionary of Greek

  • περιφερής — και περφερής, ές, ΝΑ (για επιφάνεια ή γραμμή) κυκλικός, κυκλοτερής, καμπύλος αρχ. 1. αυτός που κινείται κυκλικά 2. (για σώματα) σφαιρικός 3. (για ύφος τού λόγου) περίτεχνος, περίκομψος 4. ασταθής, μη σταθερός, κυμαινόμενος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • οινοφερής — οἰνοφερής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ εἰς οἶνον ἐπιρρεπής, πάροινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + φερής (< φέρω), πρβλ. πυρι φερής] …   Dictionary of Greek

  • προσφερής — ές, Α 1. παρεμφερής, παρόμοιος («εἴπω περὶ τῶν Κολχῶν, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί», Ηρόδ.). επίρρ... προσφερῶς Α κατά τρόπο παρεμφερή, παρομοίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φερής (< φέρω), πρβλ. περι φερής] …   Dictionary of Greek

  • ξιφερής — ξιφερής, ές (Μ) αυτός που μοιάζει με ξίφος, μυτερός, ξιφοειδής, αιχμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ξιφ ερός (< ξίφος), κατά τα συνθ. σε φερής (λ.χ. παρεμφερής) τού φέρω] …   Dictionary of Greek

  • φέριστος — και φέρτιστος, ίστη, ον, Α φέρτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φέρ ιστος έχει σχηματιστεί από τη ρίζα *bher τού ρ. φέρω* με την κατάλ. ιστος τού υπερθετικού βαθμού (πρβλ. μέγ ιστος) και αντιστοιχεί, ως προς τον τρόπο σχηματισμού, με έναν αβεστ. τ. κλητικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»