-
1 κατα-φαυλίζω
κατα-φαυλίζω, geringschätzen, verachten, Plut. Alex. 28.
-
2 καταφαυλίζω
κατα-φαυλίζω, geringschätzen, verachten -
3 καταφαυλιζω
1 κατα-φαυλίζω
κατα-φαυλίζω, geringschätzen, verachten, Plut. Alex. 28.
2 καταφαυλίζω
3 καταφαυλιζω