-
1 κατα-φαρμάσσω
κατα-φαρμάσσω, dasselbe, a) vergiften, in tmesi, κατά με ἐφάρμαξας Her. 2, 181. – b) bezaubern, κατεπᾴδων καὶ καταφαρμάσσων τῷ λόγῳ τὸν Διονύσιον Plut. Dion. 14.
-
2 καταφαρμάσσω
κατα-φαρμάσσω, (a) vergiften; (b) bezaubern -
3 καταφαρμασσω
атт. καταφαρμάττω1) отравлять(τινά Her. - in tmesi)
2) околдовывать, зачаровывать(τῷ λόγῳ τινά Plut.)
См. также в других словарях:
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek