-
1 κατα-ταχέω
κατα-ταχέω, an Schnelligkeit ( τάχος) übertreffen, τινά, Pol. 3, 16, 4 u. öfter; absolut, 1, 47, 7; σπουδῇ καταταχεῖν πρὸς τὴν πύλην 9, 17, 4; c. partic., ib. 2, 18, 6, wie φϑάνω construirt, 4, 68, 5 u. öfter; καταταχούμενοι ὑπὸ τῆς ὀξύτητος τοῦ καιροῦ D. Sic. 14, 72, öfter.
-
2 προ-κατα-ταχέω
προ-κατα-ταχέω, durch Zuvorkommen einnehmen, S. Emp. adv. phys. 2, 145, öfter; ib. 153 ist προκαταταχύνω v. l.
-
3 καταταχέω
κατα-ταχέω, an Schnelligkeit (τάχος) übertreffen, τινά -
4 καταταχεω
1) обгонять, опережать(τινα ἔν τινι Polyb.)
καταταχεῖσθαι ὑπὸ τῆς ὀξύτητος τοῦ καιροῦ Diod. — не успеть улучить удобный момент2) приходить первым(πρὸς τέν πύλην Polyb.)
-
5 προκαταταχέω