-
1 κατατρυφαω
См. также в других словарях:
κατετρύφησαν — κατά θρύπτω break in pieces aor ind pass 3rd pl κατά τρυφάω live softly imperf ind act 3rd pl κατά τρυφάω live softly aor ind act 3rd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατετρύφων — κατά τρυφάω live softly imperf ind act 3rd pl κατά τρυφάω live softly imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατετρυφήσαμεν — κατά τρυφάω live softly aor ind act 1st pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατετρυφήσατε — κατά τρυφάω live softly aor ind act 2nd pl (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατετρύφησας — κατά τρυφάω live softly aor ind act 2nd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατετρύφησεν — κατά τρυφάω live softly aor ind act 3rd sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατετρύφα — κατετρύφᾱ , κατά τρυφάω live softly imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβριάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) «σοβαρεύομαι, τρυφάω». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. συ(μ)βριακός) … Dictionary of Greek