-
1 τοξευω
1) стрелять из лукаτ. τινός Hom., Soph., εἴς τινα, εἴς и πρός τι Her., κατά τινος и ἐπί τι Luc. — стрелять в кого(что)-л.;
ἄσκοπα τ. Luc. — стрелять в воздух (досл. мимо цели);τοξεύεσθαι πάντοθεν Eur. — обстреливаться, т.е. подвергаться нападению отовсюду2) поражать стрелами(τινά Eur., Xen., Arst.)
τοξευθῆναι Xen. — быть раненым стрелой3) пускать словно стрелы, отпускать, бросать(ὕμνους Pind.; ἔπη Anth.)
-
2 κατατοξευω
1) убивать стрелами, застреливать2) перен. поражать насмерть
См. также в других словарях:
υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… … Dictionary of Greek