-
1 κατατεινω
1) натягивать(ἡνία ὀπίσσω Hom.; τὰ ὅπλα, χαλινούς Her.; τὰ νεῦρα Plat.)
2) растягивать на дыбе, пытать3) протягивать, простирать4) вытягивать в длину, выпрямлять(τέν κέρκον Arst.)
5) растягивать, делать длиннымδολιχὸν κ. τοῦ λόγου Plat. — произносить длинную речь;pass. — распространяться, разливаться, растекаться (ἐπὴ γῆν Plat.)6) повергать, валить(τοὺς φοίνικας ἐπὴ τῆς γῆς Arst.; τινὰ ἐπὴ τοὔδαφος Plut.)
7) стягивать, связывать(δεσμῷ Plut.)
8) протягивать, проводить по прямой линии(διώρυχας Her.)
9) протягиваться, простираться, тянуться(ἐκ τῶν Ταυρικῶν οὐρέων εἰς τέν Μαιῆτιν λίμνην Her.; διὰ τοῦ μεσεντερίου παράπαν Arst.)
10) вытягиваться(ὅ λέων τρέχει κατατείνας Arst.)
11) напрягать(τέν ῥώμην ὅλην εἴς τι Polyb.)
λόγοι κατατεινόμενοι Eur. — речи спорящих, т.е. противоположные мнения;δρόμημα κατατεταμένον Arst. — бег во всю прыть;κατατείνεσθαι ταῖς βελτίοσι (sc. κινήσεσιν) Plut. — устремиться к лучшему12) напрягать все силыὁ Κλέαρχος ἰσχυρῶς κατέτεινεν Xen. — Клеарх решительно настаивал;
λέγω κατατείνας Plat. — я решительно утверждаю
См. также в других словарях:
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
κατασυνεστάθη — κατά , σύν , εἰσ τείνω stretch aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) κατά συνίστημι BJ Prooem. aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
τάνυμαι — Α εκτείνομαι, τεντώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται στο γ εν. πρόσωπο τάνυται, έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τα τής ρίζας *ten (βλ. λ. τείνω) με ενεστωτικό έρρινο ένθημα νυ (πρβλ. δείκ νυ μι) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… … Dictionary of Greek