-
1 στελλω
(fut. στελῶ - эп. στελέω, aor. ἔστειλα - эп. στεῖλα; pass., aor. ἐστάλην с ᾰ, pf. ἔσταλμαι, ppf. ἐστάλμην)1) строить (к бою), выстраивать(ἑτάρους Hom.)
2) снаряжать, готовить, приготовлять(ναῦς Thuc.; στρατιήν Her.; στέλλεσθαι πρός τι Plat.)
ἐπὴ θήρας πόθον στείλασθαι Eur. — иметь желание поохотиться3) одевать, наряжать(τινὰ ἐσθῆτι Her.; τινὰς ὡς θεραπαίνας Xen.)
στολέν θῆλύν τινα σ. Eur. — одевать кого-л. в женскую одежду;στείλασθαι βυσσίνους πέπλους Eur. — надеть на себя полотняные одежды;κατά περ Ἕλληνες ἐσταλμένοι Her. — вооруженные по-эллински;ἐσταλμένος ἐπὴ πόλεμον Xen. — одетый по-военному4) отправлять, посылать(τινὰ ἐς μάχην Hom.; τούτων γὰρ εἵνεκ΄ ἐστάλην Soph.)
ἐπί τι στέλλεσθαι Her. — отправляться за чем-л.;κατὰ γῆν στέλλεσθαι Xen. — следовать сухим путем;μ΄ ἐς οἷκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν Aesch. — твоя речь отсылает меня обратно домой, т.е. ты хочешь, чтобы я ушел;στέλλου! Aesch. — уходи!;ὀμφαλὸν γῆς στέλλεσθαι Eur. — отправиться в центр земли, т.е. в Дельфы5) отправляться, идти(ἐς ἀποικίην Her.)
τέν κέλευθον στεῖλαι Aesch. — совершить путь;ἥ ὁδὸς εἰς Ἰνδοὺς ἄγουσα εἰς Κόρινθον στέλλει Luc. — дорога, ведущая в Индию, лежит через Коринф6) преимущ. med. предпринимать, приступать(πρός и ἐπί τι Plat.)
7) тж. med. призывать, приглашатьτοὺς οἴκους στείλασθαί (sc. τινα) Soph. — пригласить кого-л. к себе домой;
τὸν ἐργάτην πέμφον τινὰ στελοῦντα Soph. — пошли кого-л. позвать работника8) приводить(τινὰ βίᾳ Soph.)
9) уводить, увозить(τινὰ σκάφει Eur.)
10) тж. med. мор. стягивать, убирать(ἱστία Hom.; λαῖφος Aesch.)
στέλλεσθαι παρακελευόμενος (sc. ἱστία) Polyb. — приказывающий убирать паруса11) med. сдерживать(ся), подавлять (в себе)σ. τι Polyb. — удерживаться от чего-л.;
λόγον στείλασθαι Eur. — сократить свою речь;σ. τὸ συμβεβηκός Polyb. — замалчивать случившееся;σ. ἀπό τινος NT. — воздерживаться от общения с кем-л. -
2 καταστελλω
1) приводить в порядок, поправлять(πλόκαμον Eur.)
2) одевать, убирать, наряжатьκ. τινὰ τὰ περὴ τὼ σκέλη Arph. — надевать на кого-л. ножные украшения
3) прижимать, закрывать(τὰ βράγχια Plut.)
4) успокаивать, сдерживать, унимать(τοσοῦτον οἶκτον Eur.; τοὺς νέους Plut.; τέν ταραχήν Sext.; τὸν ὄχλον NT.). - см. тж. κατεσταλμένος
См. также в других словарях:
στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… … Dictionary of Greek
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek
μονοσταλής — μονοσταλής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) μονόστολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σταλής (< στέλλω), πρβλ. ευ σταλής] … Dictionary of Greek
μονόστολος — μονόστολος, ον (Α) 1. αυτός που αποστέλλεται κάπου μόνος («μονοστόλῳ τῷ κατά μόνας ἐλθόντι», Ησύχ.) 2. μόνος, έρημος, απομονωμένος («λείπομαι φίλας μονόστολός τε ματρός» Ευρ.) 3. ατομικός, προσωπικός («λόχων ἀνάσσειν ἤ μονοστόλου δορός;» να… … Dictionary of Greek
σπελλάμεναι — Α (κατά τον Ησύχ.) «στειλόμεναι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στέλλω] … Dictionary of Greek