-
1 κατα-στασιαστικός
κατα-στασιαστικός, ή, όν, aufrührerisch, ϑροῦς Heliod. 7, 19.
-
2 καταστασιαστικός
κατα-στασιαστικός, ή, όν, aufrührerisch
См. также в других словарях:
τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… … Dictionary of Greek