1 κατα-σπαταλάω
κατα-σπαταλάω, = κατασπαϑάω, Luc. ep. 7 (XI, 402) u. Sp.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατα-σπαταλάω
2 κατασπαταλαω
Древнегреческо-русский словарь > κατασπαταλαω