-
1 κατα-σκεύασμα
κατα-σκεύασμα, τό, das Eingerichtete, Zubereitete; τὰ κατασκευάσματα, Kriegsmaschinen, Pol. 1, 48, 5; τὰ ἐπὶ ταῖς χελώναις κατασκ. 9, 41, 3; übh. Gefäß, Geräth, 4, 18, 8 u. öfter; – χαλκοῦς πίναξ τῶν Κορινϑίων κατασκευασμάτων, von korinthischer Arbeit, Ath. IV, 128 d; – Gebäude, D. Hal. 3, 27; τὰ κατὰ μέρος κ., die Zimmer, Pol. 10, 27, 9; – Hülfsmittel, Erfindung, Dem. 23, 13, Arist. polit. 6, 4 u. öfter.
-
2 κατα-σκευασμός
κατα-σκευασμός, ὁ, = κατα-σκεύασμα, bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ λαϑεῖν Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.
-
3 κατασκεύασμα
κατα-σκεύασμα, τό, das Eingerichtete, Zubereitete; τὰ κατασκευάσματα, Kriegsmaschinen; übh. Gefäß, Gerät; χαλκοῦς πίναξ τῶν Κορινϑίων κατασκευασμάτων, von korinthischer Arbeit; Gebäude; τὰ κατὰ μέρος κ., die Zimmer; Hilfsmittel, Erfindung -
4 κατασκευασμα
- ατος τό1) военная машина, орудие2) сооружение, строение3) собир. обстановка, утварь(διάφορον ἢ κ. Polyb.)
4) замысел, выдумка, изобретение(τῶν συσσιτίων Arst.)
5) хитрость, уловка, прием(τοῦτ΄ ἦν τὸ κ. αὐτοῖς Dem.)
См. также в других словарях:
υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… … Dictionary of Greek
μελατονίνη — Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη… … Dictionary of Greek
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek
Έρλιχ, Πάουλ — (Paul Ehrlich, Στρέλεν 1854 – Μπαντ, Χόμπουργκ 1915). Γερμανός μικροβιολόγος, θεμελιωτής της ανοσοβιολογίας και της χημειοθεραπείας. Ο Έ. υπέθεσε ότι τα αντισώματα αντιστοιχούν σε μόρια πρωτεΐνης, προικισμένα με πλευρικές αλυσίδες ειδικές για το… … Dictionary of Greek
εντεροβιοφόρμ — το φαρμακευτικό σκεύασμα, αντισηπτικό τών εντέρων κατά τών αμοιβάδων κ.λπ … Dictionary of Greek
λεμονάδα — η 1. αναψυκτικό ποτό που παρασκευάζεται από χυμό λεμονιού, νερό και ζάχαρη 2. υγρό σκεύασμα που περιέχει ουσία με υπόξινη γεύση και γλυκαντικό, είναι αεριούχο ή όχι και χρησιμοποιείται ως αναψυκτικό, ως αντισηπτικό, ως διουρητικό και ως έκδοχο… … Dictionary of Greek
μελίκακι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεύασμα τι βρωτὸν μετὰ τυροῡ» … Dictionary of Greek
υδραργυρόλη — η, Ν (φαρμ.) φαρμακευτικό σκεύασμα που περιείχε υδράργυρο και χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα κατά τής σύφιλης … Dictionary of Greek
υδρόμελι — Δροσιστικό ποτό, που παρασκευάζεται από μέλι ανακατεμένο με νερό. Κατά τη βράση του διαλύματος ανακατεύεται και ξαφρίζεται συνεχώς, όταν δε κρυώσει αρωματίζεται με άνθη τίλιου ή δεντρολίβανου και αφήνεται να ζυμωθεί για μεγάλο διάστημα. Το υ.… … Dictionary of Greek