Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατα-σκεύασμα

См. также в других словарях:

  • υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • μελατονίνη — Ορμόνη της επίφυσης, η οποία συντίθεται από το αμινοξύ τρυπτοφάνη. Η μ. προκαλεί συγκέντρωση της μ. στα χρωματοφόρα κοκκία των αμφιβίων, με αποτέλεσμα να κάνει πιο ανοιχτόχρωμο το δέρμα τους. Η δράση της είναι ανταγωνιστική ως προς τη… …   Dictionary of Greek

  • ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …   Dictionary of Greek

  • Έρλιχ, Πάουλ — (Paul Ehrlich, Στρέλεν 1854 – Μπαντ, Χόμπουργκ 1915). Γερμανός μικροβιολόγος, θεμελιωτής της ανοσοβιολογίας και της χημειοθεραπείας. Ο Έ. υπέθεσε ότι τα αντισώματα αντιστοιχούν σε μόρια πρωτεΐνης, προικισμένα με πλευρικές αλυσίδες ειδικές για το… …   Dictionary of Greek

  • εντεροβιοφόρμ — το φαρμακευτικό σκεύασμα, αντισηπτικό τών εντέρων κατά τών αμοιβάδων κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • λεμονάδα — η 1. αναψυκτικό ποτό που παρασκευάζεται από χυμό λεμονιού, νερό και ζάχαρη 2. υγρό σκεύασμα που περιέχει ουσία με υπόξινη γεύση και γλυκαντικό, είναι αεριούχο ή όχι και χρησιμοποιείται ως αναψυκτικό, ως αντισηπτικό, ως διουρητικό και ως έκδοχο… …   Dictionary of Greek

  • μελίκακι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεύασμα τι βρωτὸν μετὰ τυροῡ» …   Dictionary of Greek

  • υδραργυρόλη — η, Ν (φαρμ.) φαρμακευτικό σκεύασμα που περιείχε υδράργυρο και χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα κατά τής σύφιλης …   Dictionary of Greek

  • υδρόμελι — Δροσιστικό ποτό, που παρασκευάζεται από μέλι ανακατεμένο με νερό. Κατά τη βράση του διαλύματος ανακατεύεται και ξαφρίζεται συνεχώς, όταν δε κρυώσει αρωματίζεται με άνθη τίλιου ή δεντρολίβανου και αφήνεται να ζυμωθεί για μεγάλο διάστημα. Το υ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»