-
1 κατα-σκίρτημα
κατα-σκίρτημα, τό, der Sprung hinab, Eust.
-
2 κατασκίρτημα
κατα-σκίρτημα, τό, der Sprung hinab
См. также в других словарях:
σκιρτασμός — ο, ΝΜ σκίρτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιρτῶ, κατά τα ουσ. σε ασμός από ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek