-
1 κατα-σκέπτομαι
κατα-σκέπτομαι, genau betrachten; aor., εἰ καὶ ἄλλο τι μένοι, Xen. Cyr. 7, 1, 39; fut., Pol. 3, 95, 6 u. Sp., die auch das praes. haben, Pol. 3, 94, 7.
-
2 προ-κατα-σκέπτομαι
προ-κατα-σκέπτομαι, dep. med., vorher besehen, τόπον D. Hal. 11, 26, u. a. Sp.
-
3 κατασκέπτομαι
-
4 προκατασκέπτομαι
-
5 σκοπός
σκοπός, ὁ (σκέπτομαι), 1) der Schauer, der genau zusieht, der Aufseher, Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch ἡ, Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; Kundschafter, Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαϑε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῠ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῠν ἀποστελῶ πάλιν, Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούςδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. κατάσκοπος) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte Ziel, wonach man sieht od. zielt, u. übtr., Zweck, Absicht; νῠν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῠ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυϑεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῠ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε τοξότης ἄκρος σκοποῠ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῠ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῠδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῠλον ἱέντα παραλλάξαι τοῠ σκοποῠ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ἀποτυγχάνω σκοποῠ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέϑηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῠτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.
См. также в других словарях:
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
κατασκέπην — κατά σκέπτομαι look aor ind mp 3rd pl (epic doric aeolic) κατά σκέπτομαι look aor ind mp 1st sg (homeric ionic) κατά σκέπω pres inf act (doric aeolic) κατά σκεπάω cover imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κατά σκεπάω cover imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκεπτόμενον — κατά σκέπτομαι look pres part mp masc acc sg κατά σκέπτομαι look pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκεψαμένων — κατά σκέπτομαι look aor part mp fem gen pl κατά σκέπτομαι look aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκεψάμενον — κατά σκέπτομαι look aor part mp masc acc sg κατά σκέπτομαι look aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκεψόμεθα — κατά σκέπτομαι look aor subj mp 1st pl (epic) κατά σκέπτομαι look fut ind mp 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκεψόμενον — κατά σκέπτομαι look fut part mp masc acc sg κατά σκέπτομαι look fut part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέπτου — κατά σκέπτομαι look pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) κατά σκέπτομαι look imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέψασθε — κατά σκέπτομαι look aor imperat mp 2nd pl κατά σκέπτομαι look aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέψεται — κατά σκέπτομαι look aor subj mp 3rd sg (epic) κατά σκέπτομαι look fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασκέψομαι — κατά σκέπτομαι look aor subj mp 1st sg (epic) κατά σκέπτομαι look fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)