-
1 κατα-σκέλλω
κατα-σκέλλω (s. σκέλλω), ganz ausdörren, auszehren, φαρμάκων χρείᾳ κατεσκέλλοντο Aesch. Prom. 429, Sp. – Perf. ganz ausgedörrt, dürr, mager sein, ὁ κατεσκληκώς Alciphr. 3, 3; im Ggstz von ἀνειμένος Philostr. gymn. 3, wie V. S. 23, 20; κατέσκληκεν ὅλως Luc. Somn. 29.
-
2 σκέλλω
Aσκήλειε Il.
(v. infr.),ἔσκειλα Zonar.
:— [voice] Pass., v. infr. 11:—dry up, parch,μὴ μένος ἠελίοιο σκήλει' ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν Il.23.191
; cf. ἐνσκέλλω.II [voice] Pass. σκέλλομαι (): [tense] fut.σκελοῦμαι Hsch.
: intr. [tense] pf. [voice] Act. ἔσκληκα in [tense] pres. signf. (in compds. also with intr. [tense] aor. 2 [voice] Act. σκλῆναι, cf. ἀποσκλῆναι):— to be parched, lean, dry, ἐσκληκότα καπνῷ smoke- dried, Choeril.4, cf. Nic.Th. 718;χρὼς ἐσκλήκει A.R.2.201
; [dialect] Ep. part. nom. pl. ἐσκληῶτες ib.53. -
3 κατασκέλλω
κατα-σκέλλω, ganz ausdörren, auszehren. Perf. ganz ausgedörrt, dürr, mager sein -
4 κατασκελλω
1) иссушать, губить, pass. сохнуть, чахнуть, гибнуть(φαρμάκων χρείᾳ Aesch.)
2) (pf. κατέσχληκα) (за)сохнуть, (за)чахнуть Luc.
См. также в других словарях:
σκέλλω — ΜΑ 1. ξηραίνω, καταξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω («μὴ... μένος ἠελίοιο σκήλει ἀμφὶ περὶ χρόα ἴνεσιν ἠδὲ μέλεσσιν» για να μη καταξηράνει η δύναμη τού ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τα μέλη, Ομ. Ιλ.) 2. παθ. σκέλλομαι α) είμαι κατάξηρος,… … Dictionary of Greek
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… … Dictionary of Greek
σκληφρός — ά, όν, Α ισχνός, λεπτοφυής, κοκαλιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *σκελη τού σκέλλομαι «είμαι κατάξερος, ισχνός» με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. σκληρός) και έχει σχηματιστεί πιθ. κατά το ελαφρός (βλ.… … Dictionary of Greek