Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κατα-σάττω

См. также в других словарях:

  • σάττω — ΝΑ, και ιων. τ. σάσσω Α νεοελλ. σελώνω, σαμαρώνω μσν. καταβυθίζω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς, γεμίζω μέχρι επάνω («πᾱς δ ἀνὴρ ἔσαττε τεῡχος ἡ κόϊκ ἢ κωρύκους», Φερεκρ.) 2. παραφουσκώνω, παραγεμίζω 3. τακτοποιώ κάτι εναποθέτοντάς το σε αλλεπάλληλα… …   Dictionary of Greek

  • κατασάττοντες — κατά σάσσω pres part act masc nom/voc pl (attic) κατά σάττω fill quite full pres part act masc nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασάττω — Α παραγεμίζω, στουπώνω κοντά ή στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σάττω «στοιβάζω» (πρβλ. κατα σάττω)] …   Dictionary of Greek

  • σακτός — (I) ή, όν, Α 1. παραγεμισμένος 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ τεθησαυρισμένος, ὁ πολυχρόνιος καὶ ἤδη ἀποκείμενος» β) «χιτῶνος εἶδος» γ) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω)]. (II) ή, όν, Α αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • σάκτρα — ἡ, Α (κατά τον Φώτ.) «φορμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ, στοιβάζω» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τρα (πρβλ. πλέκ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • σακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) σάκος, θύλακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ βλ. λ. σάττω) + επίθημα τήρ (πρβλ. φυλακ τήρ) για την σημ. βλ. και λ. σάκτας] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»